·
Η γνωσιολογία εξετάζει τις δυνατότητες, τις
πηγές, τα είδη, τις μεθόδους απόκτησης της γνώσης.
·
Η μεταφυσική και η οντολογία εξετάζει τη βαθύτερη
υφή της πραγματικότητας, προσπαθεί δηλαδή να καταλήξει σε μια γενική θεώρηση του
τι υπάρχει.
·
Η πρακτική φιλοσοφία διερευνά τις αρχές που
ρυθμίζουν τις πράξεις μας και να μας καθοδηγούν στην οργάνωση της ζωής μας.
Διακρίνεται στην ηθική, στην πολιτική φιλοσοφία, αλλά και στην αισθητική.
Επειδή στην πρακτική φιλοσοφία μιλάμε συνήθως για αξίες που μας κατευθύνουν και
που θέλουμε να πραγματώσουμε, πολλοί ονομάζουν αυτόν τον βασικό κλάδο
φιλοσοφικής αναζήτησης και αξιολογία.
·
Η λογική εξετάζει πως πρέπει να σκέφτεται ο
άνθρωπος και να σκέφτεται σωστά. H λογική θα μπορούσε να θεωρηθεί ξεχωριστός
κλάδος της φιλοσοφίας, για τους περισσότερους όμως φιλοσόφους αποτελεί κυρίως
το όργανο της ορθής νόησης, που είναι απαραίτητο όχι μόνο για κάθε μορφή
φιλοσοφικής δραστηριότητας, αλλά και για όλες τις επιστήμες.
Λέξεις – Νόημα – «Καθολικές Έννοιες»
Μερικές ερωτήσεις :
- Μπορούμε να σκεφτούμε χωρίς να χρησιμοποιήσουμε
τη γλώσσα ;
- Τί σημαίνει η φράση : «Αν και μιλάμε την ίδια
γλώσσα δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε !» ;
- Πότε οι λέξεις αποκτούν στο μυαλό μας νόημα ;
- Σε ποιες περιπτώσεις ταιριάζει η φράση : «Υπάρχει
μεγάλη απόσταση μεταξύ των λόγων και των έργων !» ;
- Τί εννοούμε, όταν λέμε : «Αυτά που λες είναι
παράλογα !» ;
- Η αλήθεια και το ψέμα έχουν να κάνουν με τα λόγια
ή με την πραγματικότητα που βιώνουμε ;
Μερικές παρατηρήσεις :
v Ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τον άνθρωπο ως «έλλογο
ον». Ο Λόγος κατά τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο είναι η ταυτόχρονη
ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται, να καταλαβαίνει («νόησις») και να
εκφράζεται.
v Το κύριο όργανο του λόγου είναι η γλώσσα. Βασικός
σκοπός της γλώσσας είναι η επικοινωνία. Ως κώδικας επικοινωνίας η γλώσσα
χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων επικοινωνίας. Ο
Νόαμ Τσόμσκυ έχει διατυπώσει τη
θεωρία ότι όλες οι φυσικές γλώσσες έχουν κοινά στοιχεία που δείχνουν τη «βαθιά
δομή» της γλώσσας ως κώδικα και κατά τον Τσόμσκυ αποκαλύπτεται σε
σημαντικό βαθμός ο τρόπος λειτουργίας του ανθρώπινου μυαλού.
v Σε κάθε γλώσσα, είτε στη γραπτή είτε στην προφορική
της μορφή, η σύνδεση των λέξεων ακολουθεί συγκεκριμένους γραμματικούς και
συντακτικούς κανόνες. Αυτό συμβαίνει για να υπάρχει νόημα στον λόγο.
v Βασικό ερώτημα : Με ποια διαδικασία μια λέξη αποκτά
νόημα ; Κάποιες φορές μια λέξη μπορεί να οριστεί
από ορισμένες άλλες λέξεις. Τις
περισσότερες, όμως, φορές μια λέξη εκφράζει μια έννοια, μια πραγματικότητα.
Εκτός από αυτές τις λέξεις, υπάρχουν κι εκείνες που δηλώνουν τα χαρακτηριστικά
μιας έννοιας ή μιας πραγματικότητας. Τέλος, υπάρχουν οι λέξεις που δίνουν όνομα
σε πράγματα που ονομάζονται καθολικές έννοιες και πρόκειται για
πράγματα που γίνονται αντιληπτά μόνο μέ το νου και όχι με τις αισθήσεις. Τα
ίδια αυτά πράγματα ο Πλάτων τα είχε αποκαλέσει ιδέες. Στο σημείο αυτό
επισημάνθηκε ότι η αντίληψη των καθολικών ιδεών είναι μια ατομική διαδικασία.
Όμως, είναι σε διαρκή ισχύ η διαδικασία να συγκρίνουμε και να αποδεχόμαστε ή να
απορρίπτουμε πραγματικότητες ή αντιλήψεις που εντάσσονται ή μη στις καθολικές
έννοιες.
v Ήταν έντονη η αναζήτηση από τους φιλοσόφους της
διαδικασίας : «πώς μια λέξη αποκτά το νόημα που έχει». Όταν στην καθημερινότητά
μας χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να κάνουμε σύνθετες σκέψεις και να
επικοινωνούμε χωρίς πρόβλημα, η ανακάλυψη της διαδικασίας που σε έναν γλωσσικό
κώδικα δίνει νοηματικό περιεχόμενο τις λέξεις θεωρήθηκε ότι μπορεί να οδηγήσει
στην αποκάλυψη του πως λειτουργεί ο ανθρώπινος νους σε συλλογικό επίπεδο. Όμως
σύγχρονοι διανοητές, με προεξάρχοντα τον Λούντβιχ Βίτγκενστάιν, υπέδειξαν ότι
πρέπει να επικεντρωθούμε στη χρήση των λέξεων και όχι στο πως
απέκτησαν το νόημά τους.
v Η άποψη αυτή ξεκινά από τη βάση ότι η γλώσσα είναι
κοινωνικό φαινόμενο που προορίζεται για επικοινωνία. Δεν αποτελεί, δηλαδή,
προσωπική δημιουργία. Ταυτόχρονα με τη γλώσσα επιτελούνται διάφορες λειτουργίες : διατάζουμε, παρακαλούμε,
ευχόμαστε και πραγματοποιούμε ένα ευρύ φάσμα πράξεων. Σκεφτείτε τις επιπτώσεις
της φράσης : «Το Ειδικό Στρατοδικείο κρίνει εν ονόματι του Λαού και του Έθνους
τους κατηγορουμένους ενόχους εσχάτης προδοσίας κατά του Έθνους και τους
καταδικάζει εις θάνατον !». Για τους παραπάνω λόγους αρκετοί φιλόσοφοι, όπως ο
Τζων Ώστιν μιλούν για την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας.
v Σήμερα φιλόσοφοι και γλωσσολόγοι εξετάζουν και
προβληματίζονται για θέματα, όπως :
v Πως δύο διαφορετικές λέξεις έχουν ίδιο νόημα.
v Πως δύο ίδιες λέξεις έχουν διαφορετικό νόημα.
v Πως γίνεται δυνατή η μετάφραση από μία γλώσσα σε μια
άλλη.
ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ø Στα αρχαία ελληνικά μια από τις
έννοιες της λέξης «λόγος»
είναι η δύναμη της διάνοιας, η λογική σκέψη, η αιτιολόγηση, η
επιχειρηματολογία. Σχέδον μέχρι τις μέρες μας η λογική ορίζονταν ως η επιστήμη της ανθρώπινης σκέψης ή η
επιστήμη που μελετά τους νόμους της σκέψης ή για ορισμένους τους νόμους της
ορθής σκέψης. Όμως, σε σύνθετες καταστάσεις κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την
επιρροή του συναισθηματικού παράγοντα στην ανθρώπινη σκέψη.
Ø Ο φιλόσοφος που θεωρείται θεμελιωτής
της λογικής είναι ο Αριστοτέλης. Αυτός χαρακτήρισε σοφίσματα τα αληθοφανή
επιχειρήματα που συνέθεταν οι σοφιστές διδάσκοντας την τέχνη της πειθούς.
Προχώρησε σε συστηματική μελέτη των λογικών θεμάτων ταξινομώντας τις διάφορες
μορφές προτάσεων και έγκυρων επιχειρημάτων. Τα έργα του Αριστοτέλη για τη
λογική είναι έξι και ονομάστηκαν συλλογικά «Όργανον». Το βασικό
κύτταρο της αριστοτελικής λογικής είναι η έννοια, και σε έναν συλλογισμό το
συμπέρασμα βγαίνει λόγω του κατάλληλου συνδυασμού των όρων στις τρεις
προτάσεις.
Ø Στον αντίποδα οι στωικοί φιλόσοφοι
προβάλλουν στο επίκεντρο της λογικής την απλή πρόταση και το συμπέρασμα
βγαίνει λόγω της σχέσης που έχουν οι προτάσεις μεταξύ τους. Στους στωικούς
ιδιαίτερα η πρώτη προκείμενη είναι υποθετική π.χ. :
ü Αν ένα κράτος συμμετείχε στους
Ολυμπιακούς Αγώνες στην αρχαιότητα, ανήκε στο ελληνικό έθνος.
ü Οι Μακεδόνες συμμετείχαν πάντοτε
στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
ü Άρα οι Μακεδόνες ανήκαν στο ελληνικό
έθνος.
Ø Οι Άραβες και οι χριστιανοί φιλόσοφοι
του Μεσαίωνα μελέτησαν διεξοδικά το έργο του Αριστοτέλη και ολοκλήρωσαν σε
πολλά σημεία τη λογική του Αριστοτέλη. Από τον 19ο αιώνα τη σκυτάλη
παίρνουν οι μαθηματικοί με τη «συμβολική»
ή «μαθηματική» λογική (Ντε Μόργκαν,
Μπουλ, Μπολζάνο). Έτσι, διαμορφώνονται τρεις σχολές : η αλγεβρική, η λογικιστική
και η φορμαλιστική.
Ø Από την εποχή του Αριστοτέλη υπήρξε ο
προβληματισμός αν η λογική είναι μέρος
της φιλοσοφίας ή αποτελεί απαραίτητο εργαλείο
για τη φιλοσοφία. Σήμερα, δεχόμαστε ότι ισχύουν και τα δύο.
Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
1. ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ
·
Πλάτος
μιας έννοιας είναι το σύνολο ομοειδών αντικειμένων που υπάγονται σε αυτή την
έννοια
·
Βάθος μιας
έννοιας είναι το σύνολο των κοινών χαρακτηριστικών όλων των αντικειμένων που
υπάγονται σε αυτή την έννοια.
·
Η
ευρύτερη έννοια που περιλαμβάνει μέσα στο πλάτος της μία ή περισσότερες στενότερες έννοιες λέγεται
γένος,
ενώ η στενότερη έννοια λέγεται είδος. Το αμέσως ευρύτερο γένος μιας
έννοιας λέγεται προσεχές γένος, ενώ το αμέσως στενότερο είδος
λέγεται προσεχές είδος.
·
Το
βάθος μιας έννοιας είναι το ίδιο με αυτό του προσεχούς γένους με την προσθήκη
ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος που διαφοροποιεί τη στενότερη έννοια από την
ευρύτερη. Το γνώρισμα αυτό λέγεται ειδοποιός διαφορά.
·
Ο
ακριβέστερος και συντομότερος τρόπος να οριστεί μια έννοια είναι με το προσεχές της γένος και την ειδοποιό διαφορά.
·
Συγκρίνοντας
δύο (2) έννοιες κατά πλάτος βλέπουμε ότι μπορούν να
έχουν μία από τις εξής τέσσερις (4)
σχέσεις :
§ Επάλληλες, όταν έχουν ακριβώς το ίδιο πλάτος.
§ Υπάλληλες, όταν η μια είναι γένος της άλλης.
§ Επαλλάσσουσες, όταν συμπίπτουν τα πλάτη τους κατά
ένα μέρος.
§ Παράλληλες, όταν έχουν διαφορετικό πλάτος, αλλά
υπάγονται σε μια ευρύτερη έννοια.
·
Ως
προς το βάθος δύο (2) έννοιες
έχουν ενδιαφέρον όταν :
α) βρίσκονται στα άκρα μιας κλίμακας
εννοιών και λέγονται αντίθετες
β) η μία αποτελεί άρνηση της άλλης
και λέγονται αντιφατικές.
2.
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
·
Η
λογική ασχολείται μόνο με τις αποφαντικές – δηλωτικές προτάσεις.
Αυτές είναι εκείνες που δηλώνουν γνώμη ή πεποίθηση και μπορούν να
χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς. Στην απλή τους μορφή σε
μια έννοια (το Υποκείμενο) αποδίδεται μια άλλη (το Κατηγόρημα). Οι δηλωτικές
προτάσεις διακρίνονται σε καταφατικές,
αν το κατηγόρημα αποδίδεται με θετικό τρόπο στο υποκείμενο και αποφατικές, αν το κατηγόρημα
αποδίδεται με αρνητικό τρόπο στο υποκείμενο. Μια άλλη διάκρισή τους είναι σε καθολικές και μερικές, ανάλογα με το αν η
πρόταση αναφέρεται σε όλο το πλάτος του υποκειμένου ή σε ένα μέρος του.
3.
ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ
·
Ο
συλλογισμός είναι μια μορφή επιχειρήματος. Ο συλλογισμός έχει τρία (3)
χαρακτηριστικά – προϋποθέσεις :
α) το συμπέρασμα προκύπτει μόνο από δύο προκείμενες
β) οι προτάσεις είναι απλές δηλωτικές
γ) στον συλλογισμό εμπλέκονται μόνο τρεις (3) έννοιες.
·
Στη
συμπερασματική πρόταση το Υποκείμενό της λέγεται «ελάσσων όρος» και το Κατηγόρημά της «μείζων όρος». Ο τρίτος όρος που εμφανίζεται μόνο στις προκείμενες
λέγεται «μέσος όρος».
Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ
·
Από την αρχαιότητα οι φιλόσοφοι εξέφραζαν την
αμφιβολία σχετικά με το, αν οι αισθήσεις μας προσφέρουν την πραγματική εικόνα
που μας περιβάλλει. Ορισμένοι κατάληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ασφαλή
κριτήρια για να διαπιστωθεί η αλήθεια των εντυπώσεων ή των κρίσεων που
διατυπώνονται για τον κόσμο. Αυτοί οι φιλόσοφοι ονομάστηκαν σκεπτικοί ή σκεπτικιστές και η στάση τους απέναντι
στη γνώση σκεπτικισμός. Στην
αρχαιότητα, εκτός από τους σοφιστές, ο Πύρρωνας από την Ηλεία υποστήριζε ότι
για κάθε θέμα υπάρχουν δύο αντίθετες, αλλά ισοδύναμες απόψεις (ισοσθενείς) και σε τελική ανάλυση δεν έχει σημασία ποια θα
προτιμήσουμε.
·
Στα νεότερα χρόνια ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ η Καρτέσιος διατύπωσε την πλέον ακραία μορφή σκεπτικισμού δηλώνοντας
ότι ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει αν ονειρεύεται ή είναι ξύπνιος.
Προχώρησε με τη θεωρία του «μοχθηρού δαίμονα», σύμφωνα με την οποία κάποιος
δαίμονας μας εξαπατά και μας τροφοδοτεί με αλήθειες που δεν ισχύουν. Η ιδέα
αυτή στην εποχή μας εκφράζεται από την εκδοχή του «τρελού επιστήμονα» που έχει
καταργήσει το σώμα μας και τροφοδοτεί τον εγκέφαλό μας με ψεύτικες εντυπώσεις.
Αντίδοτο σε αυτή την ιδέα προέβαλε ο ίδιος ο Ντεκάρτ με την άποψη, ότι εφόσον
έχει σκεφτεί αυτή την εκδοχή, τότε πρέπει να υπάρχει στον αληθινό κόσμο («σκέπτομαι,
άρα υπάρχω – cogito, ergo sum»). Αντίστοιχα, προσπάθησε να αποδείξει
την ύπαρξη του Θεού. Αφού οι άνθρωποι είμαστε ατελή όντα, κατά τον Ντεκάρτ η
έννοια της τελειότητας που υπάρχει στον νου μας, πρέπει να είναι έργο της
ανώτερης δύναμης που είναι τέλεια.
·
Ο Ντέιβιντ
Χιούμ παρατήρησε ότι το σύνολο των γνώσεών μας για τον κόσμο προέρχονται
αποκλειστικά από τις αισθήσεις μας. Αποδέχεται εν μέρει τις σκεπτικιστικές
ενστάσεις, αλλά θεωρεί ότι ο κόσμος υπάρχει και ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος
να τον αποδεχτεί στην ενότητα που εκείνος τον αντιλαμβάνεται. Έτσι, προχωρά σε
παραδοχές αλήθειας βασιζόμενος στο ένστικτό του ότι αυτές είναι πραγματικά
αληθινές. Στην άποψη αυτή άσκησε κριτική ο Ιμμάνιουελ Καντ, καθώς την θεώρησε ως παραίτηση από
τον ορθό
λόγο.
·
Από την άλλη πλευρά υπήρξαν φιλόσοφοι που
ανέπτυξαν στρατηγικές αντιμετώπισης του σκεπτικισμού. Τέτοιες είναι η επίκληση
του κοινού νου για τα προφανή ζητήματα, ή η άποψη ότι το ανθρώπινο πνεύμα
εξελίσσεται στη διάρκεια της ιστορικής του πορείας. Η πιο σημαντική, όμως,
αμφιβολία για τον σκεπτικισμό έγκειται στην κατάδειξη της αδυναμίας των
σκεπτικιστών να υποστηρίξουν λογικά και με συνέπεια τις ίδιες τους τις
αμφιβολίες, καθώς οι ανησυχίες τους οδηγούν σε ερωτήματα που είναι αδύνατον να
απαντηθούν. Σε κάθε πάντως περίπτωση, τα ερωτήματα του σκεπτικισμού μπορούν να
αξιοποιηθούν στην αναζήτηση του τι σημαίνει γνώση και ποια είναι τα χαρακτηριστικά
της.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Παραθέτουμε στη
συνέχεια κάποιους από τους δέκα "τρόπους" των σκεπτικών:
"α. Τα
ίδια πράγματα γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο από τα διάφορα ζώα. Το
θαλασσινό νερό, για παράδειγμα, δεν το πίνει ο άνθρωπος, ενώ για τα ψάρια είναι
πόσιμο και πολύ ευχάριστο.
β. Το ίδιο
πρόσωπο σχηματίζει διαφορετικές εντυπώσεις για τα ίδια πράγματα, ανάλογα με το
αν είναι άρρωστο ή υγιές, μεθυσμένο ή νηφάλιο, λυπημένο ή χαρούμενο κτλ. Όσοι
κοιμούνται, για παράδειγμα, βλέπουν όνειρα που βέβαια δεν τα βλέπουν όσοι
βρίσκονται σε εγρήγορση. Και οι πεινασμένοι βρίσκουν νόστιμα ορισμένα φαγητά,
που στους χορτάτους προκαλούν αποστροφή.
γ. Τα πράγματα
μας φαίνονται διαφορετικά ανάλογα με την απόσταση από την οποία τα παρατηρούμε
και με τον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Από μακριά, για παράδειγμα, ένα πλοίο
φαίνεται μικρό και ακίνητο, ενώ από κοντά φαίνεται μεγάλο και κινούμενο. Και το
κουπί της βάρκας, όταν είναι έξω από το νερό, είναι ίσιο, ενώ μέσα στο νερό
φαίνεται "σπασμένο".
δ. Ποτέ δεν
αντιλαμβανόμαστε ένα αντικείμενο ως κάτι ξεχωριστό και απομονωμένο, αλλά
πάντοτε σε συνδυασμό με άλλα αντικείμενα, πράγμα που μας εμποδίζει να
σχηματίσουμε σαφή εικόνα για τη φύση και τις ιδιότητές του. Ένα σώμα, για
παράδειγμα, μέσα στο νερό φαίνεται ελαφρύτερο από ό,τι έξω από αυτό.
ε. Οι
εντυπώσεις μας εξαρτώνται από τη συχνότητα εμφάνισης των αντίστοιχων
αντικειμένων. Όσο πιο σπάνια είναι η εμφάνιση ενός πράγματος, τόσο πιο ζωηρή
είναι η εντύπωση που αυτό μας προκαλεί. Ο ήλιος, για παράδειγμα, παρά το
εκτυφλωτικό φως του, δεν αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, γιατί εμφανίζεται
καθημερινά, ενώ δε συμβαίνει το ίδιο με έναν κομήτη που συγκριτικά είναι
ασήμαντος.
στ. Οι
αντιλήψεις και τα ήθη, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι κάθε είδους δοξασίες
διαφέρουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Ενώ ορισμένοι πρωτόγονοι,
για παράδειγμα, θεωρούν τις ανθρωποθυσίες κάτι το φυσικό και το αυτονόητο, για
τους πολιτισμένους είναι κάτι το αποτρόπαιο και το αδιανόητο".
(Σέξτος
Εμπειρικός, Πυρρώνειαι Υποτυπώσεις, βιβλίο Ι, κεφ. 14)
ΤΙ ΕΝΑΙ Η ΓΝΩΣΗ
·
Μπορούμε να ορίσουμε τι είναι γνώση ; Αρχικά δεν αναφερόμαστε σε
πρακτική ή τεχνική γνώση. Ούτε σε γνώση από άμεση γνωριμία. Μιλάμε για τη γνώση
που είναι δυνατόν να διατυπωθεί σε προτάσεις, την προτασιακή γνώση. Ο
Πλάτωνας είχε ορίσει αυτού του είδους τη γνώση, ως «αιτιολογημένη αληθής πεποίθηση».
Βάσει αυτού του ορισμού, αν θεωρήσουμε ότι ο μαθητής Παπαδόπουλος γνωρίζει την
πρόταση «Π» (ότι η ελληνική επανάσταση κατά των Οθωμανών ξεκίνησε το 1821),
τότε θα πρέπει :
1. Ο
μαθητής Παπαδόπουλος πιστεύει την «Π».
2. Η
«Π» είναι αληθής πρόταση.
3. Η
πεποίθηση του Παπαδόπουλου ότι η «Π» είναι αληθής πρόταση είναι επαρκώς
αιτιολογημένη.
·
Σύμφωνα με τις θεωρίες για την αλήθεια, μια από
τις επικρατέστερες είναι εκείνη που τη συλλαμβάνει ως αντιστοιχία μιας πρότασης με τα γεγονότα.
Σήμερα, βέβαια, έχουμε δει ότι τυχαία γεγονότα μπορούν να υπονομεύσουν την
προσπάθειά μας για ικανοποιητική αιτιολόγηση των πεποιθήσεών μας.
·
Άρα, η διασφάλιση του ορισμού της γνώση
διέρχεται υποχρεωτικά από την ανάγκη εξεύρεσης στέρεων και αποδεκτών τρόπων
αιτιολόγησης των πεποιθήσεών μας.
·
Για να αιτιολογηθεί μια πεποίθηση πρέπει να
στηριχτεί σε κάποια θεμέλια. Αρκετοί
φιλόσοφοι (Αριστοτέλης, Ντεκάρτ, Λοκ) δέχονται ότι πρέπει να υφίστανται κάποιες
βασικές
ή θεμελιώδεις
πεποιθήσεις, στη βάση των οποίων θα αιτιολογηθούν
οι υπόλοιπες. Σε αυτές εντάσσουν για παράδειγμα τις λογικές αρχές (π.χ. την
αρχή της μη αντίφασης). Η θεωρία αυτή ονομάζεται θεμελιωτισμός ή θεμελιοκρατία.
·
Άλλοι φιλόσοφοι, που πιστεύουν ότι είναι δύσκολο
να απομονώσεις τις βασικές
πεποιθήσεις, κατέληξαν ότι η αιτιολόγηση μιας πεποίθησης γίνεται, εφόσον
ενταχθεί σε ένα συνεκτικό δίκτυο λογικής σύνδεσης των πεποιθήσεών μας. Με αυτή
την «ολιστική» θεώρηση της αλήθειας, οι πεποιθήσεις μας δεν διακρίνονται σε βασικές και μη βασικές,
αλλά σε κεντρικές και λιγότερο κεντρικές. Η θεωρία αυτή
αιτιολόγησης ονομάζεται συνεκτισμός.
·
Στη σύγχρονη εποχή ορισμένοι φιλόσοφοι ζήτησαν
να αξιοποιήσουμε τις επιστήμες της
βιολογίας, νευροφυσιολογίας και ψυχολογίας για να καταλήξουμε στους μηχανισμούς εκείνους των αισθήσεών μας που στις κατάλληλες συνθήκες θεωρούνται
αξιόπιστοι για να μας δώσουν κατά κανόνα αληθείς
πεποιθήσεις. Βέβαια, και αυτή η
προσέγγιση στηρίζεται στην άποψη ότι οι γνωστικοί μηχανισμοί του εγκεφάλου
λειτουργούν σωστά.
·
Στην πράξη ο άνθρωπος για να αιτιολογήσει τις
πεποιθήσεις του ως αληθείς χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό των θεωριών που
διατυπώθηκαν. Εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε ορισμένες πεποιθήσεις μας ως
βασικές, ακόμα κι αν νε μέρει στηρίζονται σε άλλες που θεωρούνται μη βασικές
προσπαθώντας να βρούμε λογική συνοχή μεταξύ τους. Εκείνο που κυρίως μας
απασχολεί είναι να παρατηρούμε την πραγματικότητα σε κάθε περίσταση, ώστε να
ενσωματώνουμε στις πεποιθήσεις μας τις μεταβολές που συμβαίνουν. Έτσι, στις
μέρες μας η γνωσιολογία συνεργάζεται με πληθώρα επιστημονικών αντικειμένων,
όπως η βιολογία, η νευροφυσιολογία, η ψυχολογία, η πληροφορική και η
κοινωνιολογία.
ΚΕΙΜΕΝΑ
·
«Είμαστε
σαν τους ναυτικούς σ’ ένα καράβι μισοπέλαγα, οι οποίο πρέπει να το διορθώσουν,
αλλά δεν μπορούν να ξεκινήσουν από την αρχή και χρησιμοποιούν τα ξύλα και τα
μαδέρια της παλιάς δομής για να τροποποιήσουν το σκελετό και το σκαρί του
καραβιού τους. Όμως, δεν μπορούν να το φέρουν στο λιμάνι και ν’ αρχίσουν
εντελώς από την αρχή. Κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους μένουν πάνω στο παλιό
σκαρί και παλεύουν με τα κύματα και την
τρικυμία. Αυτή είναι η μοίρα μας..»
Όττο
Νόυρατ, Η γνωσιοθεωρία του κύκλου της
Βιέννης.
·
«Όταν
θέλουμε να αποτιμήσουμε μια πεποίθηση, είναι συχνά προτιμότερο η αποτίμηση να
γίνεται σε συνδυασμό με άλλες πεποιθήσεις. Ένας άξιος μηχανικός μπορεί να είναι
σε θέση να βγάλει κάποιο συμπέρασμα για τη λειτουργία της μηχανής ενός
αυτοκινήτου εξετάζοντας ένα προς ένα ξεχωριστά όλα τα κομμάτια της, όμως
σίγουρα θα επιτελέσει καλύτερα τον σκοπό του, αν εξετάσει τη μηχανή ως σύνολο
κατά τη διάρκεια της ταυτόχρονης λειτουργίας όλων των τμημάτων που την
αποτελούν. Το ίδιο ισχύει και για ό,τι πιστεύουμε. Είναι κάτω από την κρίση του
συνόλου των πιστεύω μας το κατά πόσο μια πεποίθηση θα κερδίσει την αποδοχή ή θα
απορριφθεί. Κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας μεμονωμένης πεποίθησης φαίνεται
να έχει μικρότερη σημασία».
W. V. Quine
– J. S. Ullian, Ο ιστός της πεποίθησης.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
·
Ο Ορθολογισμός (ρασιοναλισμός). Σύμφωνα με τους
ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον
ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά της στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον νου
μας. Η γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι
δυνατή πριν
ή ανεξάρτητα
από οποιαδήποτε εμπειρία. Στην αρχαιότητα σημαντικός εκπρόσωπος του
ορθολογισμού θεωρείται ο Πλάτων. Για
τον Πλάτωνα η ανθρώπινη γνώση βασίζεται κατ’ αρχάς στην ανάμνηση των ιδεών που
έχει αντικρίσει η αθάνατη ψυχή
προτού ενσαρκωθεί στο σώμα. Με την κατάλληλη νοητική άσκηση και μέσα από τη
μελέτη των μαθηματικών, η ψυχή μπορεί να γνωρίσει τη βαθύτερη πνευματική
πραγματικότητα των ιδεών, οι οποίες υπάρχουν αιώνια, ενώ ο υλικός κόσμος
αποτελεί ατελή αντανάκλασή τους.
·
Στα
νεότερα χρόνια ο Ντεκάρτ υποστήριξε
ότι η κατασκευή ενός συμπαγούς οικοδομήματος της γνώσης οφείλει να στηριχτεί
στις πεποιθήσεις εκείνες που ο ορθός λόγος έχει θωρακίσει τόσο ισχυρά, ώστε
τίποτα απολύτως να μην μπορεί να τις κλονίσει. Για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε
τέτοιου είδους πεποιθήσεις, ο Ντεκάρτ προτείνει να εφαρμόσουμε τη μέθοδο της συστηματικής αμφιβολίας: μας καλεί
δηλαδή να διανύσουμε το πλήρες φάσμα των πεποιθήσεών μας και να επιλέξουμε, στο
τέλος της διαδικασίας, αυτές για τις οποίες στάθηκε αδύνατον να αμφιβάλουμε. Ο
Ντεκάρτ επικαλείται τα κριτήρια της σαφήνειας και την ευκρίνειας, χαρακτηριστικά που
συνοδεύουν πάντα τις αληθείς ιδέες μας και τις καθιστούν εναργείς. Η μέθοδος αυτή δεν έχει
ως σήμερα επιβεβαιωθεί πλήρως. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι “εντόπισε” το πρόβλημα της σύνδεσης των
πεποιθήσεών μας με την πραγματικότητα στο πρόβλημα της σχέσης των θεμελιωδών
πεποιθήσεων, που στηρίζονται με ασφάλεια στον ορθό λόγο, με τις υπόλοιπες
πεποιθήσεις, που φαίνεται να στηρίζονται στην εμπειρική πραγματικότητα.
- Ο
Εμπειρισμός.
Κατά τους εμπειριστές η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως ή και
αποκλειστικά από τις αισθήσεις.
Η αφετηρία της συνίσταται στην
καταχώριση, την αποτύπωση στον νου, μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη,
των “στοιχειωδών δεδομένων” του κόσμου που μας περιβάλλει. Η καταχώριση
αυτή, όταν πραγματοποιείται, είναι στιγμή δημιουργίας στοιχειωδών πεποιθήσεων ή ιδεών, απλών δηλαδή
παραστάσεων αυτών των δεδομένων. Ανεξάρτητα από την αντίληψη για το τι
αποτελεί
στοιχειώδες δεδομένο,
η αντίστοιχη στοιχειώδης πεποίθηση που το καταχωρίζει ή το αποτυπώνει στον
νου είναι η ζητούμενη θεμελιώδης και πρωταρχική γνώση. Η στοιχειώδης πεποίθηση θεωρείται ότι εμποτίζεται με γνώση από τη
δυνατότητα αυτής της άμεσης
επαφής
με την πραγματικότητα κατά τη στιγμή της καταγραφής αισθητηριακών
εντυπώσεων. Κατά την αρχαιότητα γνωστοί εμπειριστές ήταν ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος.
- Η
συστηματική ανάπτυξη του εμπειρισμού, όπως και του ορθολογισμού,
παρατηρείται κατά τους νεότερους χρόνους. Οι νεότεροι (κυρίως Βρετανοί)
εμπειριστές, με πρώτο, τον Φράνσις
Μπέϊκον (16ος - 17ος αιώνας) αντιπαρατίθενται
στους ορθολογιστές και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των αισθήσεων
κατά την απόκτηση της γνώσης.
- Ο
Τζον Λοκ (17ος
αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Πέρα από αυτή την
εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να
μπορούν να θεωρηθούν a
priori,
να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. Ο νους δεν είναι τίποτα
περισσότερο από ένας “άγραφος χάρτης” (tabula rasa), στον οποίο
αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
- Ο
Ιρλανδός επίσκοπος Τζωρτζ Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του
ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. Η παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο
απόφθεγμα: “το να υπάρχει κάτι συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται ή να
γίνεται αντιληπτό” ( “esse est percipere aut percipi”). Mε άλλα λόγια,
υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Η
επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην κατάδειξη ότι
η πραγματικότητα είναι μία – συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας – με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι
αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια
“ύλη”, της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι
που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
- Ο
Χιουμ (18ος
αιώνας), θεώρησε ότι η αποτύπωση στον νου αισθητηριακών εντυπώσεων είναι
αυτάρκης, όσον αφορά τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και
επομένως δε χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή
της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού. Ο Χιουμ έμεινε πιστός, από την
αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η
συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε
αισθήσεων.
- Η
συνθετική
προσέγγιση του Ιμμάνιουελ
Καντ. Ο Καντ πρότεινε τη συνεργασία
των αισθήσεων με τον ορθό λόγο. Έτσι, η εμπειρία προσφέρει το “υλικό”το
οποίο θα επεξεργαστεί και θα αξιοποιήσει ο λόγος. Το υλικό αυτό δεν
προσφέρεται όμως ακατέργαστο, ως χαώδες σύνολο αισθητηριακών εντυπώσεων,
αλλά ως εποπτείες, ως άμεσες, ενιαίες
παραστάσεις. Η επεξεργασία που οδηγεί στην εποπτεία σημαίνει τοποθέτηση
του πρωτογενούς υλικού στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος και ο
χρόνος είναι εγγενείς μορφές της
εποπτείας. Συμπεραίνει,
λοιπόν, ότι καθετί που αντιλαμβανόμαστε κατασταλάζει στον νου,
“παραλαμβάνεται” από την καθαρή νόηση, αφού διαμορφωθεί από το ιδιότυπο
“φίλτρο” των δύο προϋποθέσεων της αντίληψης. Επομένως, γνωρίζουμε τα
πράγματα μόνο ως οργανωμένα από τον νου μας φαινόμενα και όχι όπως μπορεί να είναι πραγματικά καθ’ εαυτά.
- Με
τη συνεργασία εμπειρίας – νόησης οι εποπτείες μπορούν να τύχουν
διαχείρισης από τις νοητικές λειτουργίες, τις κατηγορίες της νόησης, που εκφράζουν «καθαρές», αφηρημένες
έννοιες. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που
λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με
την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο
και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών
σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσε
να τονιστεί ν αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία
“τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την
εμπειρία.
ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
·
Καθώς είναι φανερό ότι η αναζήτηση της φύσης της
γνώσης οδήγησε τους φιλοσόφους σε μεταφυσικά ερωτήματα σχετικά με το υποκείμενο
και τα αντικείμενα της γνώσης. Έτσι, οι συζητήσεις για το αν μπορούμε
πραγματικά να προσεγγίσουμε τη γνώση, ποια είναι η πραγματική φύση της ή ποια η
πηγή της οδηγούν σε ορισμένες αντιλήψεις για τα αντικείμενα της γνώσης, για τα
πραγματικά όντα που τελικά μπορούμε να γνωρίσουμε.
·
Με τον Ντεκάρτ ξεκίνησε μια πορεία που οδήγησε
στον υποκειμενικό ιδεαλισμό, ο οποίος μπορεί να φτάσει στην ακραία μορφή του
σολοψισμού. Κατά αυτή τη θεωρία η ύπαρξη και η υφή της πραγματικότητας
εξαρτώνται από τον νου των υποκειμένων που τη γνωρίζουν. Ο σολιψισμός, μάλιστα
πρεσβεύει ότι υπάρχει μόνο ένα ον, το υποκείμενο που σκέφτεται, και όλος ο
κόσμος υφίσταται ουσιαστικά μέσα στη σκέψη του. Εκτός του Ντεκάρτ, οι υπόλοιποι
ορθολογιστές αποφεύγουν τις σκεπτικιστικές αμφισβητήσεις και δε διστάζουν να
κατασκευάσουν συστήματα που λειτουργούν ως αξιώματα – γενικές αρχές. Ο Σπινόζα
ταυτίζει τον φυσικό κόσμο με τον Θεό, ενώ ο Λάιμπνιτς περιγράφει την
πραγματικότητα ως ένα σύνολο μονάδων, μικροσκοπικών ατομικών οντοτήτων,
προικισμένων με νόηση.
·
Ο Λοκ υποστηρίζει ότι γνωρίζουμε τον κόσμο μέσα
από ένα «πέπλο» ιδεών – παραστάσεων, δημιουργείται, όμως, το ερώτημα, μήπως οι
ιδέες που διαμορφώνουμε δεν αντιστοιχούν με τα πράγματα που βρίσκονται «πίσω»
από αυτό το πέπλο. Για να ξεπεράσει αυτή την αντίρρηση ο Μπέρκλεϋ θεώρησε ότι
τα αντικείμενα της γνώσης είναι καθαρά άυλα και πνευματικά, αφού υπάρχουν μόνο
μέσα στον νου μας ή στον νου του Θεού.
·
Από την πλευρά του ο Καντ για να αποφύγει και
τον δογματισμό και τον σκεπτικισμό των προηγουμένων, δέχεται ότι δεν μπορούμε
να γνωρίσουμε τα πράγματα, όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως μας
φαίνονται μέσα από τις αισθήσεις και τον νου μας. Έτσι, η ύπαρξη του εξωτερικού
κόσμου είναι ανεξάρτητη από εμάς, αλλά η μορφή του εξαρτάται από εμάς.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η
ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ή ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ;
- Οι οπαδοί της επαγωγής πιστεύουν ότι οι θεωρίες
και οι φυσικοί νόμοι μπορούν να επαληθευτούν στηριζόμενοι σε δύο παραδοχές
: α) ότι η επιστήμη ξεκινά από την παρατήρηση και β) ότι η
παρατήρηση δίνει μια ασφαλή βάση για να προκύψει η
γνώση. Όμως, από την αρχαιότητα (Πλάτων) έχει διαπιστωθεί είτε ότι οι
αισθήσεις μπορούν να μας παραπλανήσουν, ενώ στη συνέχεια γίνεται αποδεκτό
ότι, επειδή ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα ερεθίσματα που δημιουργούν την
παράσταση των αισθήσεων, ο κάθε άνθρωπος παρατηρεί διαφορετικά το ίδιο
πράγμα (π.χ. η παρατήρηση μιας ακτινογραφίας από έναν γιατρό και έναν
κηπουρό). Αντίστοιχα, και στην περίπτωση του πειράματος οι συνθήκες
εκτέλεσής του είναι δυνατόν να διαμορφώνουν το αποτέλεσμα που αυτό θα
έχει. Αυτή η πραγματικότητα ανατρέπει την αξίωση των λογικών θετικιστών
ότι μπορούν να υπάρξουν παρατηρήσεις και πειράματα «ανεξάρτητα» από θεωρίες. Αντίθετα, πρέπει να δεχτούμε ότι παρατηρήσεις
και πειράματα είναι πάντα φορτισμένα από τις θεωρίες και μόνο έτσι συνεισφέρουν
στην επιστημονική ανακάλυψη.
- Η επιστήμη έχει
διαδραματίσει τον πιο σοβαρό ρόλο για τον τρόπο που ο άνθρωπος
αντιλαμβάνεται και κατανοεί τον κόσμο. Το κύριο ερώτημα είναι με τι κριτήρια
μπορούμε να δεχτούμε μια νέα «οπτική»
για τον κόσμο, δηλαδή πως θα διακρίνουμε ότι μια θεωρία που αλλάζει τις
μέχρι τώρα αντιλήψεις μας για τον κόσμο, δικαιούται να θεωρηθεί
επιστημονική και να ληφθεί υπόψη από την ανθρωπότητα. Ο Καρλ Πόπερ πρότεινε την
μέθοδο της διάψευσης, σύμφωνα με την οποία μόνο οι πραγματικά
επιστημονικές θεωρίες μπορούν να την αντέξουν. Όμως, η μέθοδος αυτή δεν
μπορεί να γενικευτεί, καθώς ένας τρόπος αντίληψης δεν είναι μετρήσιμος,
δεν μπορεί να ελεγχθεί με πειράματα και να επαληθευθεί ή να διαψευστεί.
- Στο τέλος της
δεκαετίας του 1950 ο Τόμας Κουν,
στο βιβλίο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων»,
ισχυρίστηκε ότι η πραγματική επιστήμη εξελίσσεται με μια διαδοχή περιόδων,
όπου στην καθεμία από αυτές κυριαρχεί μια συγκεκριμένη οπτική, ένα
συγκεκριμένο «παράδειγμα». Έτσι, ο Κουν εγκαταλείπει τη θεωρία των
εμπειριστών της Βιέννης σχετικά με τα κριτήρια της επαλήθευσης και της
διάψευσης της επιστημονικής θεωρίας. Αντίθετα, προτείνει μια περιγραφική θεώρηση βασισμένη σε ιστορικά δεδομένα. Ο πυρήνας της
πρότασής του είναι η παρατήρηση ότι η ιστορία της επιστήμης εμφανίζει μια
εναλλαγή επιστημονικών προτύπων,
των «παραδειγμάτων» (paradigms), που μεταξύ τους δεν είναι πραγματικά
συγκρίσιμα γιατί είναι «ασύμμετρα». Σύμφωνα με τον
Κουν, κάθε κυρίαρχη θεωρία – πρότυπο (που στηρίζεται σε μια ευρύτερα
αποδεκτή από τους επιστήμονες οπτική) μέσα από τη συνεχή εφαρμογή της
παράγει πληροφορίες για τον φυσικό κόσμο. Κάποτε, όμως, φτάνει το σημείο
που εξαντλεί αυτή τη δυνατότητά
της και διαφαίνεται το γεγονός ότι δεν μπορεί να «καλύψει» τις
επιστημονικές αναζητήσεις. Τότε ο χώρος της επιστήμης διέρχεται μια
περίοδο κρίσης που οδηγεί στη σύλληψη νέων ιδεών, πάνω στις οποίες
βασίζεται η επιστημονική «επανάσταση» που θα αντικαταστήσει την παλαιά
θεωρία – οπτική ή «παράδειγμα» με μια νέα κυρίαρχη. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι
ερευνητές σταματούν να ερευνούν προς την κατεύθυνση της παλιάς θεωρίας και
αρχίζουν να υιοθετούν τη νέα. Επομένως, η επιστήμη εξελίσσεται μη
συσσωρευτικά, αλλά με ριζικές αλλαγές.
- Ενώ πολλοί άρχισαν
να εφαρμόζουν τη θεωρία του Κουν, ορισμένοι την κατηγόρησαν ότι υπονομεύει
την ορθολογικότητα και αντικειμενικότητα της επιστήμης,
αφού απουσίαζαν κριτήρια σύγκρισης των κατά περιόδους κυρίαρχων θεωριών (
των «παραδειγμάτων»).
- Ο Ίμρε Λάκατος προτείνει να δεχτούμε
ότι ένα επιστημονικό πρόγραμμα έρευνας κρίνεται σε βάθος χρόνου, έχει
αυστηρή ορθολογική δομή και είναι συγκρίσιμο με άλλα προγράμματα ή
θεωρίες. Ο Πωλ Φέγερμπεντ από
την πλευρά του, διακήρυξε έναν μεθοδολογικό αναρχισμό. Παρατηρεί ασυμβατότητες μεταξύ του νοήματος
των επιστημονικών όρων και ζητά διάλογο εντός της επιστημονικής
κοινότητας για την αντικατάσταση των αποστεωμένων μεθόδων. Υποστηρίζει ότι
με τον διάλογο λύνεται το πρόβλημα της συγκρισιμότητας των επιστημονικών
θεωριών.
ΕΠΙΣΤΗΜΗ – ΤΕΧΝΙΚΗ – ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η
τεχνολογία θεωρούνταν μια κατώτερη πνευματική δραστηριότητα που δεν άξιζε να
γίνει αντικείμενο φιλοσοφικής έρευνας, αφού η τελευταία ενδιαφερόταν
αποκλειστικά για την καθαρά θεωρητική σκέψη. Αργότερα, και κυρίως τα τελευταία
χρόνια, το κλίμα έχει αλλάξει, αφού η τεχνολογία θεωρείται αιτία οικονομικών,
κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. Επιπλέον, η τεχνολογία βρίσκεται
στο επίκεντρο φιλοσοφικών αναζητήσεων, σχετικά με τη φύση της σχέσης της με την
επιστήμη και ως προς τη φύση της (αν είναι ουδέτερη ή προσδιορίζεται από το
σύστημα των κοινωνικών αξιών μας).
Εκτός από το φυσικό περιβάλλον
υπάρχει και το «ανθρωποποίητο» με τα τεχνητά αντικείμενα που αποτελούν την
υλοποίηση ενός σχεδίου, ενός σκοπού που καλύπτει μια ανθρώπινη ανάγκη. Έτσι, το
τεχνητό αντικείμενο είναι καταρχήν ένα σχεδίασμα, η οποία βρίσκεται μόνο στο
ανθρώπινο μυαλό. Μετά τον σχεδιασμό έρχεται η υλοποίηση. Στην τεχνολογία δεν
μιλάμε για αλήθεια, αλλά αν το αντικείμενο εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο
φτιάχτηκε. Το ουσιαστικό κριτήριο, λοιπόν, δεν είναι η αλήθεια αλλά η
αποτελεσματικότητα, αντίθετα απ’ ότι
συμβαίνει στις φυσικές επιστήμες. Η φυσική επιστήμη βρίσκει την αλήθεια μέσα
από τη διαδικασία της ανακάλυψης, ενώ η τεχνολογία δημιουργεί νέα αντικείμενα
μέσω εφευρέσεων.
Σήμερα τεχνολογία και επιστήμη
είναι σε αλληλεξάρτηση. Η παρατήρηση δίνει τη θέση της στο πείραμα, το οποίο
για να γίνει χρειάζεται συνθήκες που εξασφαλίζουν εξελιγμένα μηχανήματα. Τα
μηχανήματα αυτά σχεδιάζονται πρώτα και μετά υλοποιούνται. Αυτό σημαίνει ότι προεκτείνουμε
τη βούλησή μας και τον εννοιολογικό μας μηχανισμό πάνω στη φύση. Μετά τον
Χάιζεμπεργκ δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικότητα στην παρατήρηση της φύσης.
Οι έννοιες της σύγχρονης φυσικής των σωματιδίων δεν επιβεβαιώνεται ότι μπορούν
να έχουν εμπειρικό περιεχόμενο, επομένως θεωρούνται εννοιολογικές εφευρέσεις,
παρά οντότητες που ανακαλύπτει κάποιος στη φύση. Επομένως, η σύγχρονη επιστήμη
παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά της τεχνολογίας.
Από τη στιγμή που η τεχνολογία
καθορίζεται από ανθρώπινους σκοπούς δεν είναι ουδέτερη ή ανεξάρτητη από αξίες,
ηθικά κριτήρια ή συμφέροντα. Η ουδετερότητα της τεχνολογίας ή της επιστήμης
είναι μύθοι που έχουν καταρριφθεί. Για να αποτιμηθεί η τεχνολογία και να
οδηγηθεί προς επιθυμητές κατευθύνσεις πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο κοινωνικό
πλαίσιο και να γίνει προσπάθεια να εκτιμηθούν όλα τα πιθανά αποτελέσματά της.
Έτσι, είναι σημαντική η ευθύνη όλων όσων εμπλέκονται στην τεχνολογικό έρευνα
από το επίπεδο της χρηματοδότησης μέχρι το στάδιο της υλοποίησης.
ΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ – ΔΥΪΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
Θεωρούμε, συχνά από διαίσθηση,
ότι ο νους είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από το σώμα μας. Αυτό γιατί όταν
σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε κάτι, είμαστε σίγουροι ότι η σκέψη ή το συναίσθημά
μας δεν μπορούν να εντοπιστούν σε κάποιο ιδιαίτερο σημείο του σώματός μας.
Κάποιες στιγμές αναρωτιόμαστε, κατά πόσο και άλλα έμβια όντα διαθέτουν νου ή
κάποια συνείδηση, έστω και κατώτερης μορφής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι
περισσότερες θρησκείες και οι πολλοί φιλόσοφοι δέχονται την ύπαρξη της ψυχής,
ως ένα πνευματικό στοιχείο που μπορεί να επιβιώσει αναλλοίωτο και μετά τον
θάνατο του σώματος. Αυτές όμως οι θεωρίες δημιουργούν πολλά ερωτήματα που
ενισχύονται αρκετές φορές και από τη σύγχρονη επιστήμη σχετικά με την ανθρώπινη
ψυχή και τη σχέση της με το σώμα.
Από παλιά εδραιώθηκε η αντίληψη
ότι η έδρα του ανθρώπινου νου βρίσκεται σε μια οντότητα διαφορετική από το
σώμα. Η οντότητα αυτή που συνήθως αποκαλείται ψυχή ή πνεύμα θεωρούμε ότι είναι
φορέας ικανοτήτων, συνειδητών ή υποσυνείδητων λειτουργιών και καταστάσεων που
εκτός από τη σκέψη, περιλαμβάνουν και τη βούληση, τις επιθυμίες, τα αισθήματα
και τα συναισθήματα. Ο Ντεκάρτ είχε αναπτύξει τη θεωρία της αλληλεπίδρασης
και του δυϊσμού λέγοντας ότι ο άνθρωπος απαρτίζεται από δύο οντότητες,
το πνεύμα και το σώμα.
ΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ – ΜΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ
Το πρόβλημα της σχέσης ψυχής ή
νου και σώματος ή αλλιώς πνεύματος και ύλης μπορεί να λυθεί, αν θεωρήσουμε ότι
δεν αποτελούν δύο διαφορετικά είδη όντων ή ουσιών, αλλά ένα. Αυτή η άποψη, ο μονισμός,
έρχεται σε αντίθεση με τον δυϊσμό του Πλάτωνα και του Ντεκάρτ.
Διακρίνονται δύο είδη μονισμού, ο ιδεαλισμός και ο υλισμός.
Οι φιλόσοφοι που θεωρούν ότι η
ίδια η έννοια της ύλης δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς αναφορά σε κάποιο πνεύμα οδηγούνται στο ιδεαλιστικό
συμπέρασμα πως οτιδήποτε υπάρχει είναι στην ουσία πνευματικό (Μπέρκλεϋ).
Ωστόσο, για τους περισσότερους επιστήμονες και τον κοινό νου είναι δύσκολο να
γίνει αποδεκτή η άποψη ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από πνεύμα, στο οποίο
ενυπάρχει η συνείδηση, με διαφορετικές
μορφές και σε διαφορετικούς βαθμούς.
Από την άλλη πλευρά, η υλιστική
άποψη που θεωρεί πως οτιδήποτε υπάρχει είναι υλικό γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή
στην εποχή μας. Στην αρχαιότητα οι επικούρειοι και οι ατομιστές φιλόσοφοι είχαν
τέτοιες απόψεις. Στην εποχή του Διαφωτισμού, παρά τις αντιδράσεις της θρησκείας
οι Λα Μετρί και Ντ’ Ολμπάχ πίστευαν το ίδιο. Στον 20ο αιώνα, καθώς η
θρησκευτική πίστη αποδυναμωνόταν, οι υλιστικές θεωρίες κυριαρχούν στη
φιλοσοφία. Σε γενικές αρχές, αφού ο νους
θεωρείται υλικός, με τον θάνατο του
σώματος πεθαίνει κι αυτός και αποσυντίθεται.
Η πιο ακραία μορφή υλισμού, ο φυσικαλισμός ή θεωρίας ταυτότητας,
υποστηρίζει ότι κάθε νοητικό συμβάν ταυτίζεται με ένα φυσικό συμβάν, το οποίο
δύναται να εντοπιστεί από τη νευροφυσιολογία
στον εγκέφαλό μας (ερεθισμός «νευρώνων»).
Επομένως, και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται για το πνεύμα είναι υποκειμενικές
και πρέπει να εγκαταλειφθούν. Στο ίδιο πνεύμα μια θεωρία που κυριαρχούσε μέχρι
πριν λίγες δεκαετίες στην ψυχολογία
υποστηρίζει πως όταν έχουμε κάποια νοητική εμπειρία που εκφράζει πίστη ή
επιθυμία για κάτι, απλά τείνουμε να πράξουμε κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο. Άρα,
το πνευματικό στοιχείο της ζωής μας στην ουσία εκφράζει την τάση μας σε μια
συμπεριφορά. Η θεωρία αυτή ονομάζεται συμπεριφορισμός (ή μπιχαβιορισμός).
Άλλοι φιλόσοφοι ακολουθώντας τον Μπαρούχ Σπινόζα υποστηρίζουν ότι υπάρχει
μόνο ένα είδος φυσικών οντοτήτων που
η ουσία τους περιέχει συνδεδεμένες
και υλικές και πνευματικές ιδιότητες. Καμία από τις ιδιότητες αυτές δεν έχουν οντολογική προτεραιότητα, αλλά αποτελούν
τις δύο όψεις ενός ενιαίου πράγματος (θεωρία
της διπλής όψης).
Η αλματώδης ανάπτυξη της
πληροφορικής ώθησε ορισμένους φιλοσόφους να προτείνουν ένα μοντέλο συνείδησης
που παρομοιάζεται με το λογισμικό ενός υπολογιστή (software),
ενώ το σώμα παρομοιάζεται με το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ο Η/Υ
(hardware). Έτσι, αυτό που ονομάζουμε πνεύμα ή ψυχή είναι το σύνολο των
λειτουργιών επεξεργασίας «εισερχόμενων
δεδομένων» (input) και «παραγωγής αντιδράσεων» του οργανισμού (output),
δηλ. των συμπεριφορικών εκδηλώσεων και πράξεων. Αυτή η θεωρία ονομάζεται λειτουργισμός
και βασίζεται στην άποψη ότι το «πρόγραμμα» των συνειδησιακών λειτουργιών δεν
μπορεί να ενεργοποιηθεί χωρίς υλικές ενσωματώσεις διάφορων ειδών και μορφών.
Παρά τις θεωρίες που
διατυπώνονται δεν προκύπτουν επαρκείς απαντήσεις για το νου και τη συνείδηση
άλλων μορφών ζωής (ακόμα και εξωγήινων ενδεχομένως), ενώ ούτε μπορεί εύκολα να
γίνει δεκτή η θέση ότι η συνείδηση
δεν είναι παρά ένα σύνολο υπολογιστικών
λειτουργιών. Η αποδοχή του υλισμού απαιτεί τοποθέτηση σε κορυφαία
μεταφυσικά ερωτήματα, όπως κατά πόσο ο άνθρωπος
διαθέτει ελευθερία βούλησης μέσα σε
ένα υλικό σύμπαν που διέπεται μόνο
από φυσικούς αιτιοκρατικούς νόμους.
Η υπόθεση περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος διαθέτει προσωπική
ταυτότητα, που αποδίδεται σε κάθε ξεχωριστό άτομο ως μοναδικό συνεχές ον, το
οποίο κατά μία έννοια παραμένει το ίδιο, όσο κι αν αλλάζει μέσα στον χρόνο.
Άρα, εκτός από το τι είδους όντα είμαστε, πρέπει να μας απασχολεί το ερώτημα ποια
ακριβώς άτομα είμαστε και πως το γνωρίζουμε.
ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
Ο Αριστοτέλης όρισε τον άνθρωπο
ως «έλλογο ον», δηλαδή ένα ον με
νοημοσύνη. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν εξωγήινα όντα με νοημοσύνη, θα μπορούσαμε
να τους θεωρήσουμε ανθρώπους ; Σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό, και μια
μηχανή με νοημοσύνη, θα μπορούσε να θεωρηθεί άνθρωπος ! Αν ορίσουμε ως βασικό
χαρακτηριστικό μιας μηχανής το γεγονός ότι έχει κατασκευαστεί από άνθρωπο, θα
στεκόταν ο ισχυρισμός ότι ένας κλωνοποιημένος άνθρωπος είναι μηχανή ! Όλα τα
παραπάνω αποτελούν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με το «ον» στην εποχή μας.
Με τον όρο «νοημοσύνη» εννοούμε ένα
σύνολο ανθρώπινων ικανοτήτων που εστιάζονται κυρίως στον ανθρώπινο εγκέφαλο
(λογική, υπολογιστική, γλωσσική ικανότητα, κρίση, φαντασία κ.ο.κ.) και
αναγνωρίζονται – σε διαφορετικό βαθμό – σε όλους τους ανθρώπους. Έστω, ότι
είναι δυνατόν να κατασκευαστεί μια μηχανή που θα μιμείται άριστα όλα τα
εξωτερικά γνωρίσματα της νοημοσύνης μας, με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να
διαπιστώσουμε, αν αυτή η συμπεριφορά είναι αποδεικτικό ύπαρξης νοημοσύνης ;
Αν θεωρήσουμε ότι η νοημοσύνη
είναι κάτι αποκλειστικά ανθρώπινο, τότε σε κανένα ον ή
μηχάνημα δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε νοημοσύνη, καθώς η τελευταία είναι ένα
καθαρά ανθρώπινο φαινόμενο. Από την άλλη πλευρά, αν θέλουμε να διαπιστώσουμε
την ύπαρξη νοημοσύνης στις μηχανές, θα πρέπει να εκφράσουμε τον όρο «νοημοσύνη»
με όρους που παραπέμπουν σε μετρήσιμες και συγκρίσιμες λειτουργίες.
Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε ότι η ικανότητα μαθηματικών υπολογισμών
μπορεί να γίνει από μια μηχανή ταχύτερα από τον άνθρωπο και χωρίς λάθη. Επίσης,
υπάρχουν υπολογιστές που βάσει προγραμμάτων τους είναι σε θέση να υπερισχύσουν
επί των καλύτερων σκακιστών.
Ο πρωτοπόρος της έρευνα για
σκεπτόμενες μηχανές Άλαν Τιούρινγκ το
1950 είχε υποστηρίξει ότι η μηχανή μπορεί να πραγματοποιήσει όλες τις
ανθρώπινες λειτουργίες που ονομάζουμε νοητικές.
Έγραψε ότι άνθρωπος και η σκεπτόμενη μηχανή που αυτός μπορεί να κατασκευάσει
διαφέρουν στην ικανότητα του ανθρώπου για κάποιες παραφυσικές λειτουργίες, όπως η τηλεπάθεια, η τηλεκίνηση ή η
πρόβλεψη του μέλλοντος. Με δεδομένα ότι αυτά τα παραφυσικά φαινόμενα δεν έχουν
επιβεβαιωθεί επιστημονικά πλήρως, τότε κατά τον Τιούρινγκ δεν υπάρχει διαφορά
μεταξύ της ανθρώπινης και της τεχνητής νοημοσύνης !
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα οι
επιστήμονες που ερευνούν την τεχνητή νοημοσύνη δουλεύουν πάνω στις ομοιότητες
του ανθρώπινου νευρικού συστήματος και της μετάδοσης πληροφορίας και ανάδρασης
στις μηχανές, αποδεχόμενοι την υλιστική αντίληψη ότι οι νοητικές μας
καταστάσεις στην ουσία είναι ηλεκτροχημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου στα
εξωτερικά ερεθίσματα που επεξεργάζεται. Όμως, ο άνθρωπος έχει τη αυτοσυνειδησία, στην οποία στηρίζεται
σε μεγάλο βαθμό η αίσθηση της προσωπικής
του ταυτότητας. Έτσι, τα θέματα που
απασχολούν τους μελετητές της τεχνητής νοημοσύνης είναι, αν μια μηχανή μπορεί
να έχει αυτοσυνειδησία και να μπορεί να αυτοπρογραμματιστεί.
Μέχρι σήμερα δεν έχει επιτευχθεί
η δυνατότητα μιας μηχανής να ελέγχει και να κρίνει τη νοημοσύνη της, όπως
μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Επιπλέον, υπάρχουν ανθρώπινες νοητικές λειτουργίες
που είναι αμφίβολο, αν θα μπορέσει ποτέ μια μηχανή να επιτελέσει ή έστω να
μιμηθεί. Αυτές είναι οι ψυχικές καταστάσεις (αισθήματα – συναισθήματα)
και η ικανότητα για αισθητική απόλαυση ή ηθική κρίση. Το ζήτημα, πάντως που συναρπάζει σήμερα τους θιασώτες
της επιστημονικής μελλοντολογίας είναι, αν μπορεί να δημιουργηθεί μια μηχανική
μορφή ζωής που να κοινωνικοποιηθεί και να ενεργήσει σαν ανθρώπινο υποκείμενο.
Διαβάστε το 2ο κείμενο στις σελίδες 137 – 138 του σχολικού
βιβλίου …
ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ
Ηθικά ορθή είναι μια πράξη, της
οποίας τα αποτελέσματα είναι καλύτερα, ή έστω εξίσου καλά με εκείνα άλλων,
εναλλακτικών πράξεων για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Αντίστοιχα,
ηθικά εσφαλμένη είναι μια πράξη, της οποίας οι συνέπειες είναι χειρότερες από
εκείνες άλλων πράξεων. Γενικότερα, ένας κανόνας, βάσει του οποίου πράττει ένας
άνθρωπος, είναι ηθικά ορθός, αν η εφαρμογή του οδηγεί σε συγκριτικά καλύτερα
αποτελέσματα από οποιονδήποτε άλλον, και εσφαλμένος, εάν η εφαρμογή του οδηγεί
σε χειρότερες συνέπειες. Σε αυτό το επίπεδο μια ομάδα φιλοσόφων μας καλούν να
εξετάζουμε το ποσό της ωφέλειας που προκύπτει από τη συμπεριφορά μας. Η θεωρία
τους αυτή ονομάζεται ωφελιμισμός. Οι
κυριότεροι εκπρόσωποι του ωφελιμισμού είναι οι Τζέρεμυ Μπένθαμ και Τζων
Στιούαρτ Μιλ που έζησαν τον 19ο αιώνα. Ως «ωφέλεια» θεωρούν την ευτυχία
ή έστω την ικανοποίηση αυτών που θα
καρπωθούν τα αποτελέσματα μιας πράξης. Προσοχή : στη φιλοσοφία ο ωφελιμισμός
έχει τελείως διαφορετικό νόημα από την καθημερινή χρήση της λέξης που σημαίνει
την εγωιστική επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος του καθενός.
Μπορούμε, όμως, να προβλέψουμε
πάντα με ασφάλεια όλες τις συνέπειες μιας πράξης μας; Ακόμα, είναι ασαφές πως
μπορεί να μετρηθεί ο παράγοντας «ωφέλεια» για όλους τους ανθρώπους. Δεν μπορούν
όλοι να συμφωνήσουν για την ευτυχία και τη δυστυχία, καθώς το θέμα δεν είναι
μόνο ποσοτικό, αλλά και ποιοτικό. Επιπλέον, ρόλο θα πρέπει να παίζουν και τα
μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη της ωφέλειας, αλλά και η δίκαιη
κατανομή της. Όσον αφορά το θέμα της ικανοποίησης, όσων γίνεται περισσοτέρων
ατόμων, καθίσταται κι αυτό προβληματικό, καθώς φαίνεται να αγνοεί το ζήτημα της
ανάγκης απόλυτου σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Αν αποδεχτούμε ότι
μοναδικό κριτήριο της ηθικής ορθότητας είναι το αποτέλεσμα της πράξης,
εμφανιζόμαστε να υιοθετούμε την επικίνδυνη αρχή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» !
Αν αποσυνδέσουμε την ηθική
ορθότητα από τα αποτελέσματα της πράξης, τότε πρέπει να αναζητήσουμε τα
κριτήρια για την αξιολόγηση όχι στα
αποτελέσματα ή τις συνέπειές της, αλλά στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται αυτός
που αποφασίζει πως θα πράξει. Ο Ιμάνιουελ
Κάντ αναλύει την έννοια της ηθικής σκέψης τονίζοντας ότι βασικό σημείο
είναι να έχουν οι ηθικές κρίσεις καθολικό χαρακτήρα. Από αυτό προκύπτει και η
λεγόμενη κατηγορική προσταγή : «το
υποκείμενο της πράξης πρέπει να θέλει ο γνώμονας (κανόνας) της πράξης του να
ισχύει ως καθολικός νόμος». Εκείνο που θέλει να σημειώσει ο Καντ είναι
ότι μια πράξη θα πρέπει να τη θέλει ένας ορθολογικός άνθρωπος που θέλει να
ζήσει με ηθικό τρόπο τη ζωή του. Για τον Καντ ο ηθικός νόμος εξασφαλίζει την
ικανότητά μας να συμβιώνουμε ελεύθερα
και αρμονικά ως λογικά όντα. Σε επόμενη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής ο Καντ
λέει ότι κάθε υποκείμενο πρέπει να πράττει έτσι, ώστε να μεταχειρίζεται πάντοτε
όλους τους άλλους ανθρώπους ως σκοπούς και όχι ως μέσα
των πράξεών του. Άρα, όταν κάποιος εκμεταλλεύεται, εξαπατά ή συμπεριφέρεται στους
άλλους ως κατώτερούς του, τους μεταχειρίζεται ως «μέσα» για την επίτευξη των
στόχων του.
Από την άλλη πλευρά, η κατηγορική
προσταγή φαίνεται άκαμπτη και απόλυτη, καθώς για τον Καντ η ψευδολογία
είναι ανήθικη, ακόμα και να μπορεί να σώσει κάποιον άνθρωπο. Ή η αγάπη δεν
είναι ηθικά αποδεκτή ως κίνητρο πράξης γιατί δεν βασίζεται στον ορθό λόγο, αλλά
στα συναισθήματα και μπορεί να θεωρηθεί μεροληπτική.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου που
μπορεί να ανταποκριθεί με ηθικό τρόπο σε δύσκολες περιστάσεις της ζωής θα πρέπει
να διαθέτει ορισμένες ιδιότητες, που
αποκαλούνται ηθικές αρετές. Η έννοια της αρετής απασχόλησε σημαντικά την
αρχαία φιλοσοφική σκέψη. Ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι η ηθική αρετή αξιοποιεί τις
φυσικές προδιαθέσεις του ατόμου και
καλλιεργείται με την εκπαίδευση.
Επιτρέπει στο άτομο να πετύχει την μεσότητα, δηλαδή τον μέσο όρο
ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Το άτομο είναι, λοιπόν, σε θέση να
αναπτύξει την απαραίτητη διανοητική αρετή της φρόνησης, την
ικανότητα δηλαδή να αναγνωρίζει το καλό για τον ίδιο και τους συνανθρώπους του
και να σταθμίζει το πώς θα πράξει ελέγχοντας τα συναισθήματά του. Στις μέρες
μας, βέβαια, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τη φύση των αρχαιοελληνικών αρετών.
Για τον Αριστοτέλη οι αρετές
αποτελούν συστατικά ενός βίου που επιτυγχάνει την ευδαιμονία, δηλαδή την πλήρη
άνθηση της ανθρώπινης προσωπικότητας και την ολόπλευρη ενεργοποίηση των
κυριότερων ανθρώπινων δυνατοτήτων. Όμως, οι αρετές από μόνες τους δεν επαρκούν
για την πλήρη διασάφηση της έννοιας της ηθικότητας. Αυτό γιατί οι αρετές χωρίς αρχές είναι τυφλές, ενώ οι
αρχές χωρίς αρετές είναι αδρανείς.
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΗΘΙΚΗΣ
ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ : ΑΠΟΡΙΕΣ & ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
Οι δυσκολίες στον προσδιορισμό
ενός πειστικού και λειτουργικού κριτηρίου ηθικότητας οδηγούν ορισμένους στην
άποψη ότι η ηθική είναι ένα ζήτημα καθαρά υποκειμενικών συναισθηματικών
αντιδράσεων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι ηθικές κρίσεις έχουν σχετική εγκυρότητα, καθώς ποικίλλουν
ριζικά ανάλογα με την εποχή, την κοινωνία και τον πολιτισμό που κάποιος είναι
ενταγμένος. Το πλέον σημαντικό ερώτημα που κάποιος θα μπορούσε να θέσει είναι,
γιατί σε τελική ανάλυση θα πρέπει να είναι ένα άτομο ηθικό.
Μήπως, λοιπόν, οι ηθικές κρίσεις εκφράζουν απλά προσωπικά
συναισθήματα και δεν μπορούν να ελεγχθούν και να υποστηριχτούν ορθολογικά ; Στο
ζήτημα αυτό αρκετοί φιλόσοφοι επισημαίνουν ότι η συναισθηματική βάση μιας
ηθικής σκέψης ή πράξης δεν είναι τόσο υποκειμενική, όσο μπορεί να φαίνεται. Ο
Χιουμ στο επίπεδο αυτό κάνει αναφορά τόσο στη στοιχειώδη ευαισθησία, την οποία
διαθέτουν οι περισσότεροι άνθρωποι, όσο και το συναίσθημα συμπάθειας προς τους
συνανθρώπους τους που τους διακρίνει, όταν βρίσκονται σε φυσιολογική ψυχολογική
κατάσταση.
Καθώς αποδεχόμαστε ότι πολλές από τις βασικές ηθικές
πεποιθήσεις διαφέρουν ανά τους αιώνες και την κοινωνική, πολιτισμική και
θρησκευτική κοινότητα που ανήκει ο καθένας, ίσως θα έπρεπε να δεχτούμε ότι
ισχύει ο ηθικός σχετικισμός, δηλαδή η θέση ότι δεν μπορεί να υπάρξουν αξίες και
αρχές που να ισχύουν καθολικά, ανεξάρτητα από την εποχή και τον τόπο εφαρμογής
τους. Όμως μελετητές του θέματος καταλήγουν στη θέση ότι οι ηθικές αντιλήψεις
δεν αποκλίνουν τόσο, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Συγκεκριμένα, τονίζουν ότι
ακόμα και αντιτιθέμενες πεποιθήσεις (όπως ο κώδικας τιμής των σαμουράι σχετικά
με την τύχη του ηττημένου και η αντίστοιχη δυτική αντίληψη), υπόκεινται σε
αρχές που αποσκοπούν στην ωφέλεια του συνόλου και σχετίζονται με στόχους για
την οργάνωση μιας βιώσιμης κοινωνίας.
Εκείνο που μας επισημαίνει η ηθική είναι τι θα έπρεπε - και
τι θα μπορούσε - να συμβεί μακροπρόθεσμα. Η σύγκλιση των βασικών ηθικών
πεποιθήσεων των επαρκώς πληροφορημένων και συνειδητοποιημένων ατόμων αποτελεί
για τις κοινωνίες ρυθμιστικό ιδεώδες. Ιστορικά οι κοινωνίες που διαφέρουν έχουν
την τάση να παρεμβαίνουν η μία στην άλλη προσπαθώντας να επιβάλουν τις αρχές
και τις αξίες τους. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η αρχή της ηθικής
σχετικότητας είναι υπό αίρεση σε ιστορικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, οι
φιλόσοφοι εξέτασαν την περίπτωση οι αρχές και οι αξίες προς τις οποίες
σημειώνεται μια σύγκλιση σε παγκόσμιο επίπεδο να είναι καταδικασμένες να
μείνουν ανεφάρμοστες, γιατί ο άνθρωπος είναι από τη φύση του εγωιστικό ον.
Έτσι, το βαθύτερο κίνητρο μιας πράξης μας δεν παύει να είναι η προσωπική μας
ικανοποίηση. Οι φιλόσοφοι θεωρούν ότι, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ο ρόλος
του εγωιστικού στοιχείου στον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτό δεν
είναι κυρίαρχο και δεν αποκλείει τη δυνατότητα ηθικής πράξης.
Η ηθική δεν απαιτεί κατ' αρχήν εξαίρετες πράξεις αυτοθυσίας,
αλλά σεβασμό στα βασικά δικαιώματα των άλλων και ακριβοδίκαιη, ισότιμη
μεταχείριση. Ιδιαίτερη σημασία για τους φιλοσόφους έχει η ελευθερία, η
δυνατότητα του ατόμου να πράττει σύμφωνα με τη βούλησή του. Ο Καντ υποστηρίζει
ότι οι ηθικές αρχές μας πηγάζουν αποκλειστικά από την αυτόνομη λειτουργία του
ορθού λόγου και μας επιτρέπουν να ελέγχουμε τις τυφλές εσωτερικές παρορμήσεις
μας. Πάντως, κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ πραγματικά
ελεύθερος, γιατί σε βαθύτερο επίπεδο οι ενέργειές του καθορίζονται από δυνάμεις
που δεν μπορεί να ελέγξει. Έτσι, για τους ίδιους φιλοσόφους : "όλα τα
συμβάντα στον κόσμο μας καθορίζονται αυστηρά από προηγούμενα συμβάντα, σύμφωνα
με κάποιους (φυσικούς, βιολογικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, ιστορικούς ή
άλλους) αιτιατούς νόμους". Οι οπαδοί της θέσης του αναπόδραστου καθορισμού
όλων των συμβάντων της ζωής μας αναφέρονται σε παράγοντες, όπως η κοινωνική μας
θέση, η ιδεολογία μας, τα γονίδιά μας, τα ένστικτά μας, ακόμα και το
υποσυνείδητό μας. Η θέση αυτή αποκαλείται ντετερμινισμός ή αιτιοκρατία.
Ο ντετερμινισμός στις μέρες μας φαίνεται να κλονίζεται από
νέες επιστημονικές τοποθετήσεις, κυρίως από τον χώρο της φυσικής (αρχή της
απροσδιοριστίας). Ακόμα, όμως, και αν δεχτούμε ότι όντως η πραγματικότητα
διέπεται σε σημαντικό βαθμό από αυστηρούς αιτιατούς νόμους, δεν αναιρείται η
δυνατότητά μας να κρίνουμε την ηθική ποιότητα των αποφάσεων και των πράξεών
μας. Άλλωστε, η αντίθετη θέση, ο ιντετερμινισμός (η πλήρης απουσία αιτιατού
καθορισμού της βούλησης) δεν θα μας επέτρεπε να θεωρήσουμε υπεύθυνο ένα άτομο
που θα ήταν έρμαιο τυχαίων συμβάντων. Ο καταλογισμός ευθύνης σε κάποιο άτομο
για τις πράξεις του επηρεάζεται από παράγοντες που η γνώση και η βούλησή του
είναι φανερό ότι δεν μπορεί να ελέγξει (βία, εξαπάτηση, πλύση εγκεφάλου).
Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ
·
Μια
άποψη που θεωρείται ως η επιτομή του κυνισμού είναι ότι η ανήθικη συμπεριφορά
δεν προκαλεί καμία βλάβη σε εκείνον που την υιοθετεί, αρκεί να διαθέτει τη
δύναμη να την επιβάλλει. Χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα αποτελεί η απάντηση
του ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας Αδόλφου Χίτλερ στους ενδοιασμούς ορισμένων
επιτελών για την εισβολή στο ουδέτερο Βέλγιο κατά παράβαση των συνθηκών που
είχε υπογράψει η Γερμανία : «Όταν θα έχουμε υπερισχύσει, δεν θα υπάρχει κανείς
να μπορεί να μας ζητήσει τον λόγο …» είχε επισημάνει ο Χίτλερ. Από την άλλη
πλευρά, υπάρχουν φιλόσοφοι, οι οποίοι έχοντας επηρεαστεί από τον Πλάτωνα
υποστηρίζουν ότι η ηθική στάση ζωής εκφράζει ψυχική υγεία και αρμονία στη ζωή.
Εξάλλου, ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι η καλλιέργεια των αρετών συντελεί στην
πραγμάτωση της ευδαιμονίας, δηλαδή στην τέλεια ανάπτυξη των ψυχικών δυνάμεων
του ανθρώπου. Από την πλευρά του ο Καντ ταυτίζει την ηθική στάση ζωής με τις
επιταγές τους ορθολογισμού.
·
Υπάρχουν,
όμως, φιλόσοφοι, όπως ο Νίτσε, που υποστηρίζουν ότι η ψυχική υγεία
επιτυγχάνεται με την ελεύθερη και απεριόριστη ικανοποίηση της θέλησής μας για
δύναμη και με την ανάπτυξη των δημιουργικών μας ικανοτήτων μέσα από την τέχνη.
Για αυτούς η ηθική είναι ένας
υποκριτικός θεσμός κατασκευασμένος από την πλειονότητα των αδυνάτων, φθονερών
και συμπλεγματικών ατόμων, που με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να εμποδίσουν την
κυριαρχία των ισχυρών.
·
Σε
αυτή την άποψη οι υποστηρικτές του κύρους των ηθικών αξιών και αρχών τονίζουν
τον ρόλο που εκείνες έχουν στη διατήρηση της συνοχής των ανθρώπινων κοινωνιών.
Επίσης, και σε ατομικό επίπεδο επικαλούνται ψυχολογικές έρευνες που
καταδεικνύουν την έμφυτη τάση του ανθρώπου να σέβεται τον συνάνθρωπο, να
ευαισθητοποιείται απέναντι στον πόνο του και να εκτιμά τα πλεονεκτήματα της
συνεργασίας μαζί του. Έτσι, τα εγωιστικά κίνητρα του ατόμου εξισορροπούνται από
την ανάγκη που νιώθει για ψυχική επικοινωνία και αλληλεγγύη μέσα σε έναν κόσμο
που ο άνθρωπος διέρχεται από δοκιμασίες πριν καταλήξει στον θάνατο.
·
Εάν
αποφασίσουμε ότι η ηθική στάση είναι η καταλληλότερη για την αντιμετώπιση
συγκεκριμένων καταστάσεων, τότε θα πρέπει :
α) να αναγνωρίσουμε ότι οι κρίσεις
μας στον τομέα αυτό (της ηθικής, δηλαδή) έχουν πρακτικό χαρακτήρα,
β) να είμαστε διατεθειμένοι να
καθολικεύσουμε αυτές τις κρίσεις και
γ) να λαμβάνουμε υπόψη μας τα
δικαιώματα και τα συμφέροντα των άλλων ανθρώπων εξετάζοντας τις επιπτώσεις της
συμπεριφοράς μας στη ζωή τους.
Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να
κατανοήσουμε ότι η ηθική συμπεριφορά διέπεται από αξίες, όπως
-
η
κοινή ευημερία,
-
η
αμεροληψία και η ισότιμη μεταχείριση,
-
ο
σεβασμός στα στοιχειώδη ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.
ΚΕΙΜΕΝΑ
«Ο γερμανός φιλόσοφος διέκρινε δύο
διαφορετικές μορφές ηθικής συμπεριφοράς. Με τον όρο «κύριος» ο Νίτσε
χαρακτηρίζει τον άνθρωπο εκείνο που έχει αναπτυγμένη την επιθετική διάθεση και
την επιθυμία να επιβληθεί στους άλλους.[...]
Αντίθετα τα
ανθρώπινα πλάσματα που χαρακτηρίζονται από μετριοπάθεια, που είναι υποχωρητικά
και διέπονται από φόβο, τα ονομάζει «δούλους». [...] Τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά των δύο αυτών τύπων ανθρώπων υπαγορεύουν δύο διαφορετικές μορφές
ηθικής συμπεριφοράς: την ηθική του κυρίου και την ηθική του δούλου.
Σύμφωνα με την
ηθική του κυρίου, το καλό εκπορεύεται από τη βούληση για δύναμη, ενώ οτιδήποτε
την υπονομεύει είναι κακό. «Η αγάπη για επιχειρήσεις, η παρατολμία, η
εκδικητικότητα, ο δόλος, η αρπακτικότητα ή η δίψα για δύναμη» είναι τα
αισθήματα που πρέπει να διέπουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Σ’ αυτά, σύμφωνα
με την ηθική του δούλου, αντιπαρατίθενται «ο οίκτος, η ζεστή καρδιά, η χείρα
βοηθείας, η καρτερικότητα, η φροντίδα, η ταπεινότητα, η φιλικότητα». Στο
πλαίσιο της ηθικής του δούλου η διεκδίκηση αναδεικνύεται σε αιτία κακού, ενώ η
αδυναμία είναι η πηγή του καλού.»
Αρχές Φιλοσοφίας,
Θεωρητικής Κατεύθυνσης, Θεοδ. Πελεγρίνης,
Παιδ. Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ 2002, σ. 114
«Η έννοια της ηθικής
συνεπάγεται κάποιο πανανθρώπινο αίσθημα, το οποίο καθορίζει ότι το ίδιο το
αντικείμενο θα τυγχάνει γενικής αποδοχής και ότι όλοι ή οι περισσότεροι θα
ομοφωνούν ως προς κάθε άποψη και απόφαση που σχετίζεται με αυτό. Συνεπάγεται
ακόμα κάποιο αίσθημα που είναι τόσο καθολικό και να καλύπτει ολόκληρη την
ανθρωπότητα και να καθιστά κάθε μορφή πράξης και διαγωγής, ακόμα και αν αυτή
αφορά τα πιο απομακρυσμένα πρόσωπα, αντικείμενο επικρότησης ή κριτικής, ανάλογα
με το αν αυτά συμφωνούν ή διαφωνούν με τον ανάλογο θεσμοθετημένο κανόνα
ορθότητας. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις συγκεντρώνονται στο αίσθημα της ανθρωπιάς
(humanity), στο οποίο εμμένουμε εδώ […] Όταν κάποιος
αποκαλεί κάποιον εχθρό του, αντίπαλο, ανταγωνιστή, πολέμιο, θεωρείται ότι
ομιλεί τη γλώσσα της φιλαυτίας και εκφράζει προσωπικά συναισθήματα που
προκύπτουν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις και την κατάσταση που αντιμετωπίζει.
Αλλά όταν του αποδίδει τους χαρακτηρισμούς φαύλος, μισητός ή διεφθαρμένος, ομιλεί
μια διαφορετική γλώσσα και εκφράζει τα συναισθήματα προσδοκώντας τη συμφωνία
του ακροατηρίου του. Θα πρέπει επομένως να βγει από την ιδιωτικότητά του και
την ιδιαιτερότητά της κατάστασής του και να επιλέξει μια κοινή οπτική γωνία. Θα
πρέπει να κινητοποιήσει κάποια καθολική αρχή της ανθρώπινης ιδιοσυστασίας, αν
αγγίξει κάποιο ελατήριο που απολαμβάνει την έγκριση και την αποδοχή ολόκληρης
της ανθρωπότητας».
(Ντέιβιντ Χιουμ, Έρευνα
για τις αρχές της Ηθικής, 9.1 μτφρ. Παιονίδης)
«Η μόνη συμπεριφορά για
την οποία ο άνθρωπος είναι υπόλογος στην κοινωνία είναι αυτή που αφορά τους
άλλους. Ενώ ως προς τη συμπεριφορά που αφορά απλώς τον εαυτό του, η ανεξαρτησία
του είναι δικαιωματικά απόλυτη. Όσον αφορά τον εαυτό του, το σώμα και τη
διάνοιά του , το άτομο είναι κυρίαρχο».
(John
Stuart, Περί ελευθερίας, μτφρ. Ν. Μπαλής, Αθήνα 1983, σ. 32)
«Η ηθική διέπεται από
ορισμένες σταθερές, έχει κάποιον ενιαίο πυρήνα, οριοθετείται από κοινούς άξονες
που συνιστούν οικουμενικές ηθικές αρχές παράλληλα με τις κοινωνικές και
πολιτισμικές αξίες. Η συνάρτησή της με την ορθολογικότητα, το αίτημα της
καθολικότητας και της αμεροληψίας, το ενδιαφέρον για τον άλλον, η πρόθεση της
κοινωνικής αρμονίας με επιβολή αυτοπεριορισμών και καταδίκη αντικοινωνικών
πράξεων και η περιχαράκωση του “ευ ζην”, μιας ζωής που να έχει νόημα, αποτελούν
σταθερές της ηθικής πράξεις».
(Μ. Δραγώνα – Μονάχου,
Σύγχρονη ηθική φιλοσοφία, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σ.51)
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΟΥ ΗΘΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
·
Οι ηθικές αρχές
και αξίες στην εποχή μας δοκιμάζονται στο πεδίο της εφαρμοσμένης ηθικής.
Διλήμματα σχετικά με την ηθική του περιβάλλοντος, την ηθική των επιχειρήσεων,
την ιατρική ηθική και τη βιοηθική απασχολούν όλο και πιο έντονα την
ανθρωπότητα. Συχνά δημιουργούνται καταστάσεις, στις οποίες αλληλοσυγκρούονται
αξίες, όπως η ωφέλεια του συνόλου, η δικαιοσύνη, η ελεύθερη βούληση του ατόμου.
Αντίστοιχα, οι κοινωνίες καλούνται να πάρουν θέση σε ζητήματα, όπως η
ευθανασία, οι εκτρώσεις, η κλωνοποίηση ή η θανατική ποινή.
·
Για να γίνει
κατανοητή η ηθική διάσταση των σύγχρονων προβλημάτων, μπορούμε να δούμε
ειδικότερα το ζήτημα της ευθανασίας, δηλαδή τη θανάτωση ενός βαρέως πάσχοντος
για λόγους ευσπλαχνίας. Εδώ μπορούν να υπάρξουν δύο παραλλαγές : στη μία
περίπτωση ο ίδιος ο ασθενής ζητά να δοθεί τέρμα στη ζωή του, μόνο που ο ίδιος
δεν είναι σε θέση να το κάνει (εκούσια ευθανασία). Στη δεύτερη ο ασθενής
βρίσκεται σε κώμα από το οποίο δεν μπορεί να συνέλθει, άρα δεν μπορεί να
αποφασίσει (μη εκούσια ευθανασία). Επίσης, μπορούμε να έχουμε την ενεργητική
ευθανασία, όπου στον ασθενή χορηγείται μια θανατηφόρος ουσία, και την παθητική
ευθανασία, όταν σταματά η θεραπεία του ασθενή ή αποσυνδέεται από μηχάνημα
υποστήριξης της ζωής.
·
Η ηθική στάση που
το κάθε άτομο υιοθετεί απέναντι στο ζήτημα είναι φυσικό ότι αντικατοπτρίζει τις
κοινωνικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ένας χριστιανός θα προέβαλε την
εντολή «ου φονεύσεις». Από την άλλη πλευρά, θα υπήρχε αντίκρουση με την εντολή
«αγάπα τον πλησίον σου». Η ηθική του Καντ, ενώ σε πρώτη ανάγνωση αντιτίθεται στον
βίαιο τερματισμό της ζωής, θεωρώντας τον άνθρωπο ως αυτοσκοπό παρέχει επαρκή
ηθική αιτιολόγηση στην υποβοήθηση κάποιου να τερματίσει τη ζωή του, εφόσον το
επιθυμεί σφόδρα. Από τη δική τους την πλευρά, οι ωφελιμιστές φιλόσοφοι στην
περίπτωση αυτή θα υπολόγιζαν τις συνέπειες για τον ασθενή.
·
Στις περισσότερες
χώρες η ευθανασία είναι παράνομη και αυτοί που την εκτελούν διώκονται ποινικά.
Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα, αν και πότε είναι γενικότερα ηθικά επιτρεπτό να
παραβεί κανείς κάποιον νόμο.
·
Όλες οι παραπάνω
προσεγγίσεις αναδεικνύουν την ουσία του προβλήματος : οι ηθικές αποφάσεις είναι
οι δυσκολότερες και οι σημαντικότερες
αποφάσεις που καλείται το άτομο να πάρει. Η ευθύνη της εκάστοτε επιλογής είναι
τελικά προσωπική υπόθεση του καθενός.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Το πρόβλημα
της ευθανασίας απασχολεί τη σύγχρονη βιοηθική με ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό. Η
βασική έννοια του όρου της ευθανασίας περικλείει την επιλογή της στιγμής του
θανάτου με σκοπό τη λύτρωση του ασθενούς από το αίσθημα του πόνου και
ενδεχόμενα τη διατήρηση της ακεραιότητας της προσωπικής του αξιοπρέπειας. Η
έμπρακτη εκδήλωση της επιλογής αυτής υλοποιείται από ιατρικό και παραϊατρικό
προσωπικό. Εδώ εγείρονται θεμελιώδη ηθικά ζητήματα: Μπορούμε να αναγνωρίσουμε
σε κάποιον το ηθικό δικαίωμα να επιλέξει έναν πρόωρο θάνατο; Ποιος είναι ο
ηθικά υπεύθυνος για μια τέτοια πράξη; Υπάρχει σχέση μεταξύ ευθανασίας και
φόνου;
Η
ηθική προσέγγιση του ζητήματος γίνεται από δυο κύριες σκοπιές, από δυο κύριες
"ηθικές σχολές". Από τη μια, το ηθικό ρεύμα της Συνεπειοκρατίας (ή
αλλιώς Ωφελιμισμού) και από την άλλη το ηθικό ρεύμα της Δεοντολογίας. Οι
Συνεπειοκράτες, θεωρητικώς ορμώμενοι από πολλά και ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα
(βλ. Ηδονιστές -Επικούρειοι-, Hume, Bentham, Mill, κ.α.) υποστηρίζουν ότι
πρέπει ο άνθρωπος να πράττει εκείνο που θα προκαλέσει το μεγαλύτερο δυνατό καλό
στο μέγιστο δυνατό αριθμό ατόμων. Το γεγονός της ευθανασίας δηλαδή δεν περιέχει
εκ των προτέρων κάποια ηθική αξία, αλλά πρέπει να υπολογίσουμε τις πιθανές
αρνητικές και θετικές συνέπειες που θα έχει η πράξη μας αυτή. Μάλιστα ο Άγγλος
φιλόσοφος Jeremy Bentham καθιέρωσε ένα σύστημα μαθηματικού υπολογισμού των
θετικών και αρνητικών συνεπειών μιας πράξης ώστε το αποτέλεσμα των υπολογισμών
αυτών να καθορίσει και την τελική μας πράξη.
Για
να εκληφθεί καλύτερα η Συνεπειοκρατική/Ωφελιμιστική θεωρία ας θέσουμε το κάτωθι
υποθετικό παράδειγμα:
Η
πλούσια και άτεκνη υπερήλικη κυρία Ψ. βρίσκεται σε άγρυπνο κώμα επί μακρού
χρονικού διαστήματος. Δικαιούμαστε ηθικώς να διαπράξουμε την ευθανασία; Για να
δώσουμε απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να υπολογίσουμε αφενός τις θετικές
επιπτώσεις μιας τέτοιας πράξης, όπως λχ η οικονομική λύτρωση των
αναξιοπαθούντων κληρονόμων της, η εξοικονόμηση πόρων από πλευράς
ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, η λύτρωση της κυρίας Ψ. από πόνους και λοιπά
οδυνηρά συναισθήματα. Αφετέρου οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι λ.χ. η
ενδεχόμενη κοινωνική κατακραυγή που θα προκαλέσει μια τέτοια πράξη, οι νομικές
συνέπειες, οι ενδεχόμενες τύψεις των κληρονόμων και του ιατρικού προσωπικού,
ακόμα και το επιστημονικά παράδοξο ενδεχόμενο ανάκαμψης της υγείας της κυρίας
Ψ. και αποκλεισμού της από περαιτέρω ωφέλιμη κοινωνική δραστηριότητα. Αν λοιπόν
ο ζυγός των θετικών και αρνητικών συνεπειών κλίνει από τη μια πλευρά ή την
άλλη, ο ηθικώς ενεργών άνθρωπος οφείλει να πράξει αναλόγως.
Η
συνεπειοκρατική θεωρία πλήττεται εντόνως από το γεγονός ότι αποδεικνύεται στην
πράξη επισφαλής. Η φύση του ανθρώπου δεν του επιτρέπει να γνωρίζει με ακρίβεια
εκ των προτέρων τις συνέπειες της πράξης του. Η ζωή έχει αποδειχθεί πολλές
φορές απρόβλεπτη και ανατρεπτική ώστε κάθε προσπάθεια μαθηματικοποίησής της
(όπως στην περίπτωση του Bentham) να αποδεικνύεται ανεπαρκής ως ηθική μέθοδος.
Η μόνη βεβαιότητα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε βάσει της συγκεκριμένης
μεθόδου είναι η παρατήρηση και αξιολόγηση των συνεπειών, αφού αυτές επέλθουν,
δηλαδή εκ των υστέρων. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδεικνύεται ηθικώς χρήσιμο καθότι
δεν προσδίδει καμιά πληροφορία στον αν θα πρέπει να πράξουμε κάτι ή όχι,
οδηγώντας μας σε ηθική απραξία.
Η
σχολή της Δεοντολογίας, στον αντίποδα των Συνεπειοκρατών, υποστηρίζει ότι
πρέπει να θέσουμε εκ των προτέρων κάποιες ηθικές αξίες, απέναντι στις οποίες
οφείλουμε να είμαστε συνεπείς. Κύριος εκπρόσωπος του ρεύματος της Δεοντολογίας
θεωρείται ο Immanuel Kant ο οποίος θεωρεί ως ύψιστη την έννοια του καθήκοντος.
Όταν ο ηθικώς ενεργών άνθρωπος αποδώσει ύψιστη αξία στην ανθρώπινη ζωή, οφείλει
να είναι συνεπής στην ηθική του αρχή και να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή πέρα
από διακρίσεις και περιπτωσιολογίες. Το ίδιο συνεπής οφείλει να είναι ο
Δεοντολόγος και όταν θέσει ως ύψιστη ρυθμιστική αρχή των πράξεων και των
βουλήσεών του οποιονδήποτε άλλο όρο αντί εκείνου της ζωής.
Στο
παράδειγμα λοιπόν που αναφέραμε και νωρίτερα, ο Δεοντολόγος που θέτει ως ύψιστη
ηθική αξία εκείνη της ζωής, θα πρέπει να αρνηθεί την πράξη της ευθανασίας υπό
οποιαδήποτε μορφή της. Από την άλλη, ο Δεοντολόγος που θέτει άλλη ύψιστη ηθική
αξία, όπως λχ εκείνη της αξιοπρέπειας, θα γίνει υπέρμαχος της ευθανασίας ώστε
να μην αλλοιωθεί η εικόνα του ασθενούς (εξαιτίας της φθοράς που προκαλεί ο
πόνος και οι ιατρικές διαδικασίες) στα μάτια της κοινωνίας που τον εγνώριζε
μέχρι τούδε δυνατό και ακμαίο.
Η
Δεοντολογία παρουσιάζεται αρχικώς ως μια πιο ασφαλής μέθοδος καθότι δεν
εμπίπτουμε στα "εφόσον" και τα ενδεχόμενα της Συνεπειοκρατίας. Παρόλα
αυτά, οι φιλόσοφοι Hume και Moore διαπίστωσαν ένα βασικό σφάλμα στο οποίο
εμπίπτουν πολλές Δεοντολογικές σχολές, καθώς και θρησκευτικά δόγματα τα οποία
παρουσιάζονται εξόχως δεοντολογικά. Το σφάλμα αυτό ονομάστηκε
"Φυσιοκρατική πλάνη" και σημαίνει τη σύγχυση μεταξύ των προτάσεων του
"είναι" και του "πρέπει". Για παράδειγμα είναι εσφαλμένο να
πράξω κάτι καλό με μοναδικό αιτιολογικό ότι ο Θεός είναι καλός. Η φράση "ο
Θεός είναι καλός" είναι απλά μια περιγραφική πρόταση και σε καμία περίπτωση
δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού της κάποια ηθική επιταγή. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένα
αυθαίρετο επιστημολογικό σφάλμα. Πέρα από το γεγονός αυτό όμως σε πολλές
περιπτώσεις οι δεοντολογικές θεωρίες προσέγγισαν της συνεπειοκρατικές για να
αμβλύνουν το απόλυτο και άκαμπτο του χαρακτήρα τους, πετυχαίνοντας περισσότερο
μια άνευ ουσίας νόθευση παρά επίλυση των προβλημάτων τους. Επιπλέον, η θεώρηση
μιας έννοιας ως ύψιστης στην αξιολογική κλίμακα της ηθικής προϋποθέτει την
απόλυτη κατανόηση του εννοιολογικού περιεχομένου της, πράγμα αρκετά δύσκολο.
Η
σύγκληση επιτροπών ηθικής αξιολόγησης για τέτοια σοβαρά ζητήματα είναι κοινός
τόπος σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου. Είναι απαράδεκτο να συντάσσονται
νόμοι και να διαπράττονται πράξεις τεραστίου ηθικού βάρους χωρίς προηγουμένως
να έχει μελετηθεί το θέμα εις βάθος από κατάλληλους θεωρητικούς και θετικούς
επιστήμονες.
Όταν
τελικώς κάνουμε λόγο για ευθανασία πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ομιλούμε
περί της εκούσιας ευθανασίας. Οι υπόλοιπες δυο περιπτώσεις της ακούσιας και της
εικαζόμενης συναίνεσης ευστόχως παρατηρούνται από πολλούς ως πράξεις φόνου. Το
ηθικό υποκείμενο που είναι άμεσα ενδιαφερόμενο για την αυτοδιάθεσή του οφείλει
να εκφράσει ρητώς την άποψή του ώστε να προβληματιστούμε στο αν και κατά πόσο η
πράξη της ευθανασίας είναι δόκιμη στην εκάστοτε περίπτωση. Οι εικασίες αλλά και
ο παρορμητισμός δεν έχουν θέση σε τόσο σοβαρά ηθικά ζητήματα που χρήζουν
εκτεταμένης μελέτης. Η φιλοσοφία, πέρα από τις όποιες θρησκευτικές δοξασίες που
δικαιούται ο καθένας να ενστερνίζεται, οφείλει να προβληματίζεται συστηματικά
και έντονα πάνω στο δικαίωμα του ανθρώπου στην αυτοδιάθεση της ζωής και της
αξιοπρέπειάς του.
Συγγραφή κειμένου: Παναγιώτης Πέρρος (Μ.Δ.Ε. Ηθικής Φιλοσοφίας Παν/μίου
Αθηνών)
Η
επιστήμη μπροστά στο μεγάλο δίλημμα
(άρθρο της εφημερίδας ΣΗΜΕΡΙΝΗ)
Όταν
το 1996 ο Ίαν Βίλμοντ κλωνοποίησε για πρώτη φορά την Ντόλι, το πρώτο πρόβατο
που ήρθε στον κόσμο από γενετικό κύτταρο, άφηνε την ανθρωπότητα με ανοιχτό
στόμα. Γεμάτη απορίες, ερωτηματικά, θαυμασμό, αλλά και οργή, έμελλε η πρώτη
κλωνοποίηση να διχάσει την επιστημονική κοινότητα.
Η
πρόκληση ήταν άνευ προηγουμένου. Αρκετά οργανωμένα σύνολα απ’ όλον τον κόσμο
εξέφρασαν την απαρέσκειά τους με ανακοινώσεις, άρθρα, εκπομπές, κ.λπ. Από αυτό
το σημείο θα άρχιζε μια παγκόσμια επιστημονική διαμάχη με κοινωνιολογικές
προεκτάσεις και όχι μόνο. Το θέμα ασφαλώς έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις. Αρκετοί
έβλεπαν το μέλλον με ανησυχία. Τι θα γινόταν αν το επόμενο βήμα ήταν η
ανθρώπινη κλωνοποίηση; Κανείς δεν ήθελε να βρεθεί απέναντι σε απρόσμενα
διλήμματα. Πρώτα απ’ όλα ήταν ζήτημα ηθικής. Έπειτα η θρησκευτική πίστη δεν
επέτρεπε σε καμιά περίπτωση την κλωνοποίηση του ανθρώπου, ως μέγα αμάρτημα που
θα κλόνιζε συθέμελα τη Δημιουργία του Θεού. Μετά έχουμε πρόβλημα νομικού και
δημοσίου δικαίου, που απορρέει αναγκαστικά από την όποια δημιουργία ανθρώπινων
όντων με τεχνητό τρόπο. Ο Ανρί Ατλάν, στο βιβλίο του «Η ανθρώπινη κλωνοποίηση»,
εκδόσεις Καστανιώτη, στη σελίδα 30, σημειώνει: «Το σίγουρο είναι ότι η παραγωγή
ενός ανθρώπου με αναπαραγωγική κλωνοποίηση θα ήταν το αποτέλεσμα μιας
σκοπιμότητας -ρητής και προσχεδιασμένης- εξωτερικής προς το άτομο, πέρα από τη
μελλοντική αυτόνομη και απρόβλεπτη εξέλιξή του». Από την άλλη, μερίδα ιατρικού
κόσμου υποστήριξε σθεναρά την εφαρμογή του κλώνου σε κλάδους θεραπευτικής
ιατρικής. Ωστόσο, κανένας δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι όλοι θα ακολουθούσαν
κατά γράμμα την όποια γενετική επέμβαση σύμφωνα με τους κανόνες νομικού
δικαίου.
Η
Gina Kolata στο βιβλίο της «Κλώνος», εκδόσεις Τραυλός, θέτει αρκετούς
προβληματισμούς σχετικά με το μέλλον της ανθρώπινης κλωνοποίησης. Στη σελίδα
304 οριοθετεί και αφουγκράζεται τα επερχόμενα επιστημονικά διλήμματα. Γράφει,
λοιπόν: «Αν πραγματικά νομίζουμε ότι είναι απαράδεκτο οι επιστήμονες να
πειραματίζονται με ανθρώπινα ωάρια, προσθέτοντάς τους γονίδια από εξειδικευμένα
κύτταρα και εξετάζοντας αν θα μπορούσαν να κάνουν έναν κλώνο να αναπτυχθεί,
τότε η κοινωνία μας θα έπρεπε να παραιτηθεί από την έρευνα που ίσως επέτρεπε σε
κάποιους ανθρώπους να αναπτύξουν στην κυριολεξία τα δικά τους όργανα για
μεταμόσχευση. Έτσι ίσως να είναι αποδεκτή κάποια περιορισμένη και ελεγχόμενη
έρευνα στην κλωνοποίηση του ανθρώπου. Αλλά τότε σε ποιο σημείο επιθυμούμε να
τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή; Είναι άραγε αποδεκτό να κάνουμε έρευνα που
θα κατέληγε στην κλωνοποίηση ανθρώπου με σκοπό να βοηθήσουμε στείρα και
απελπισμένα ζευγάρια να αποκτήσουν ένα δικό τους μωρό;».
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ,
η πορεία αυτής της έρευνας είναι απρόβλεπτη. Κι αν μια μέρα ο άνθρωπος
κλωνοποιήσει τον εαυτό του, σίγουρα θα βρεθεί μπροστά σε εκπλήξεις. Δεν θα
είναι μόνο θέμα ηθικής και δικαίου, ούτε ασφαλώς ζήτημα τάξης και ανασφάλειας.
Το σοβαρότερο πρόβλημα που θα εγερθεί θα είναι σαφώς η κατάργηση του
γενεαλογικού δένδρου. Μέσα από τα ανεξέλεγκτα ανθρώπινα αντίγραφα, η
παραδοσιακή κοινωνία θα θρυμματιστεί κάτω από το βάρος της νέας επιστημονικής
προέλασης. Μόνο που αυτήν τη φορά η πορεία θα είναι μη αναστρέψιμη. Ένας
ασφυκτικός κλοιός που θα εκμηδενίζει την ανθρώπινη ταυτότητα και αξιοπρέπεια. Ο
Ανρί Ατλάν καταλήγει στη σελίδα 29 με ένα όχι καθησυχαστικό μήνυμα: «Η
ασεξουαλική αναπαραγωγή, που θα πραγμάτωνε η αναπαραγωγική κλωνοποίηση, θα
διασάλευε όλα τα υπάρχοντα γενεαλογικά συστήματα και θα μπορούσε να οδηγήσει
τελικά στην ίδια την κατάργηση των γενεαλογικών σχέσεων». Ο άνθρωπος, λοιπόν,
καλείται να κάνει σοβαρά βήματα μπροστά και να πάρει μονάχα τα θετικά από ένα
τέτοιο εγχείρημα. Τα υπόλοιπα θα είναι θέμα συλλογικής ευθύνης.
1.
Περί της θανατικής ποινής (του Θ. Π. Λιανού, καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό
Πανεπιστήμιο Αθηνών.)
Εξήντα ένα μέλη του εθνικού μας
Κοινοβουλίου κατέθεσαν πρόταση επαναφοράς της θανατικής ποινής. Παράλληλα
άρχισε και η επιχειρηματολογία για τα υπέρ και τα κατά της επαναφοράς της
θανατικής ποινής. Πριν από δύο χρόνια περίπου, στις 4 Φεβρουαρίου 1996, είχα
γράψει στο «Βήμα» ένα άρθρο όπου υποστήριζα, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις,
την επαναφορά της θανατικής ποινής. Σήμερα πολλοί άνθρωποι έχουν την ίδια άποψη
και μάλιστα χωρίς επιφυλάξεις, όπως φαίνεται.
Εν όψει των συζητήσεων που θα
ακολουθήσουν είναι σκόπιμο να κάνουμε μια ανακεφαλαίωση των επιχειρημάτων στον
βαθμό που αυτό είναι εφικτό στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου. Τα
κύρια επιχειρήματα υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι τα εξής:
Πρώτον, η
επιβολή και εκτέλεση της θανατικής ποινής θα έχει αποτρεπτικές συνέπειες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν οι δολοφονίες, αλλά είναι αναμενόμενο ότι
θα μειωθούν. Υποστηρίζεται ότι οι δολοφονίες αστυνομικών στις ΗΠΑ είναι
ελάχιστες διότι είναι βέβαιο ότι ο δολοφόνος αστυνομικού στις ΗΠΑ, σίγουρα και
σύντομα, θα βράζει στα καζάνια της κόλασης, είτε καταδικαστεί από δικαστήριο
είτε όχι. Επίσης σε πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» (21.11.1997) ο καθ. Α.
Λοβέρδος αναφέρει ότι στη Γαλλία, στο διάστημα 1970-1980, προ της
κατάργησης της θανατικής ποινής έγιναν πέντε δολοφονίες ανηλίκων, ενώ μετά την
κατάργηση, στο διάστημα 1984-1993, οι δολοφονίες ανηλίκων αυξήθηκαν σε 84, δηλ.
αυξήθηκαν κατά δεκαεφτά φορές!
Δεύτερον, έχει
αποδειχθεί ότι δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά την καταδίκη τους,
επανέλαβαν το έγκλημα μέσα στη φυλακή ή έξω. Είναι γνωστή περίπτωση του Τζακ
Αμποτ, συγγραφέα του έργου In the Belly of the Beast και
δολοφόνου δύο ανθρώπων, του δεύτερου δύο εβδομάδες μετά την έξοδό του από τη
φυλακή όπου είχε εγκλεισθεί για τον πρώτο φόνο.
Τρίτον, η ποινή
δεν επιβάλλεται μόνο για να αποτρέψει την επανάληψη της πράξης, αλλά ταυτόχρονα
για να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποκατασταθεί η ισορροπία στην ψυχή
όσων υπέφεραν από το έγκλημα. Σε πολλές περιπτώσεις μόνο η θανατική ποινή
μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Όποιος ενδιαφέρεται για μια αριστουργηματική
διατύπωση αυτού του επιχειρήματος, ας φροντίσει να δει την ταινία του Μπέργκμαν
«Η Πηγή των Παρθένων» όπου ο πατέρας εκτελεί τους δύο βιαστές και δολοφόνους
της νεαρής κόρης του.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν δύο
σοβαρά επιχειρήματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής, γενικά, και
συνεπώς τη μη επαναφορά της στην πατρίδα μας.
Το πρώτο επιχείρημα
είναι ότι υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο δικαστικής πλάνης και συνεπώς η
δυνατότητα επιβολής θανατικής ποινής αποτελεί έναν επικίνδυνο μηχανισμό νόμιμης
εκτέλεσης αθώων. Το επιχείρημα αυτό είναι πράγματι ισχυρό. Υπάρχουν όμως
αντεπιχειρήματα, όπως, π.χ., ότι σε πολλές περιπτώσεις ο δολοφόνος ομολογεί ή
ότι υπάρχουν αδιάσειστα και επιστημονικά αδιάψευστα στοιχεία ή ακόμη ότι μπορεί
να απαιτείται η παρέλευση εύλογου χρόνου μεταξύ καταδίκης και εκτέλεσης.
Το δεύτερο επιχείρημα
υπέρ της μη επαναφοράς της θανατικής ποινής είναι ότι η θεσμοθέτηση του θανάτου
αποτελεί αδιανόητη, για την εποχή μας, προσβολή του πολιτισμού. Είναι φυσικό
και αναμενόμενο οι άνθρωποι να πεθαίνουν λόγω γήρατος, λόγω ασθενειών ή
εξαιτίας ατυχημάτων, αλλά είναι παράλογο για μια κοινωνία, ως συλλογική
οντότητα, θα θεσμοθετεί τον θάνατο. Μια απάντηση στο επιχείρημα αυτό
είναι ότι η κοινωνία οφείλει να προστατεύει τα μέλη της ακόμη και όταν
αυτό απαιτεί τον θάνατο ορισμένων και κυρίως όταν οι εγκληματίες, ηθικοί και
φυσικοί αυτουργοί, είναι σε πλήρη γνώση του τι κάνουν, σχεδιάζουν και εκτελούν
εν ψυχρώ τις εγκληματικές πράξεις τους σε βάρος ανύποπτων, αδύναμων, ανήλικων
και απροστάτευτων ατόμων.
Ο κάθε πολίτης μπορεί μόνος του να
σταθμίσει τα παραπάνω αλλά και πρόσθετα επιχειρήματα και να πάρει θέση στο
ζήτημα της επαναφοράς ή μη της θανατικής ποινής. Θα ήθελα όμως κάποιος από
εκείνους που υποστηρίζουν τη μη επαναφορά να εξηγήσει με λεπτομέρεια γιατί η
κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων όταν οι ίδιοι
δολοφονούν εν ψυχρώ αθώα, αδύναμα και ανυποψίαστα μέλη της.
ΠΗΓΗ : εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 30 Νοεμβρίου 1997
2. Ας
τελειώνουμε με τη θανατική ποινή (του Κ.
Παπαϊωάννου, προέδρου του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.)
Η πρόταση των βουλευτών περί
επαναφοράς της ποινής του θανάτου έφερε πάλι στη δημοσιότητα ένα θέμα που
πιστεύαμε πως είχε θέση μόνο στα παράθυρα των τηλεοπτικών καναλιών, που επιδιώκουν
να συνδυάσουν στυγερά εγκλήματα με υψηλή τηλεθέαση. Εντούτοις, αυτός ο διάλογος
ενδεχομένως παρουσιάζει ενδιαφέρον, αν κρίνει κανείς και από το άρθρο του κ. Θ.
Π. Λιανού στο «Βήμα» της 30ής Νοεμβρίου. Το άρθρο αυτό τελείωνε με τη φράση
«θα ήθελα κάποιος που υποστηρίζει τη μη επαναφορά να εξηγήσει γιατί η
κοινωνία μας πρέπει να σέβεται τη ζωή στυγερών φονιάδων».
Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στην
καρδιά του προβληματισμού για τη θανατική ποινή. Υπάρχουν κοινωνίες που
σέβονται την ανθρώπινη ζωή και άλλες που την περιφρονούν. Κατά πάσα πιθανότητα
όλοι μας επιλέγουμε τις πρώτες. Η θεώρηση όμως της ανθρώπινης ζωής ως υπέρτατης
αξίας δεν μπορεί παρά να αφορά εξίσου τον άγιο και τον δολοφόνο, ειδάλλως ήδη
παζαρεύουμε την αξία της ζωής. Αν δεχόμαστε πως το δικαίωμα στη ζωή είναι το
ύψιστο δικαίωμα, τότε πώς θα επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε κοινωνία να εξαιρέσει
από αυτό τους δολοφόνους; Μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουμε και το 2ο άρθρο
του Συντάγματός μας, που θεωρεί καθήκον της πολιτείας τον σεβασμό και την
προστασία της αξίας του ανθρώπου;
Ο αντίλογος που ακούγεται συχνά
είναι πως δεν έχουμε καμία υποχρέωση να σεβαστούμε τη ζωή κάποιου που δεν
σέβεται άλλες ζωές. Συνειδητοποιούν άραγε όσοι το λένε ότι ουσιαστικά
προτρέπουν μια ολόκληρη κοινωνία να εξισωθεί με τον χειρότερο εγκληματία, να
δράσει με τα δικά του κριτήρια περί σημαντικού και ασήμαντου;
Συνειδητοποιούν ότι περιγράφουν μορφές κοινωνικής οργάνωσης από τις οποίες η
ανθρωπότητα προσπαθεί να ξεφύγει;
Εξάλλου, πειστικό ακούγεται, μέσα
στη διέγερση του θυμικού που προκαλεί, και το υποθετικό ερώτημα: τι θα
έκανες όμως αν κάποιος σκότωνε την οικογένειά σου; Η απάντηση είναι απλή,
αρκεί να διατηρούμε την απαραίτητη ψυχραιμία για να θυμόμαστε δύο
αυτονόητα στοιχεία.
Πρώτον, ότι η διάθεση αυτοδικίας που μπορεί να θολώσει το
μυαλό κάποιου δεν μπορεί να προβάλλεται ως πρότυπο απονομής δικαιοσύνης. Δεύτερον,
ότι οι έννοιες ποινή και εκδίκηση απέχουν πολύ μεταξύ τους και είναι κοινός
τόπος πως μια σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να εκδικείται. Αν θυμόμαστε αυτά τα
στοιχεία, είναι προφανές πως δεν έχει καμία σημασία η απάντηση στο
«εντυπωσιακό» αυτό ερώτημα διότι είναι άσχετη με τη θανατική ποινή.
Επιπλέον, οφείλει κανείς να εξετάσει
και ορισμένες πιο πρακτικές πλευρές της θανατικής ποινής, όπως αυτή της
ενδεχόμενης πλάνης. Στις ΗΠΑ έχουν καταδικαστεί σε θάνατο τουλάχιστον 350
αποδεδειγμένα αθώοι και τουλάχιστον 23 έχουν εκτελεστεί. Οι άνθρωποι αυτοί
έπεσαν θύματα «νόμιμης» δολοφονίας από την πλευρά του κράτους. Κανείς δεν
μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η θανατική ποινή είναι η μόνη που δεν
επανορθώνεται και δεν υπάρχει τρόπος να αποκλειστεί το ενδεχόμενο λάθους.
Στο άρθρο του κ. Λιανού
αναφέρεται επίσης πως «έχει αποδειχτεί ότι δολοφόνοι που δεν εκτελέστηκαν μετά
την καταδίκη τους, επανέλαβαν το έγκλημα μέσα τη φυλακή ή έξω». Χωρίς να
αποκλείει κανείς αυτό το ενδεχόμενο, είναι εντούτοις υπερβολική η γενίκευση
με τον τρόπο που διατυπώνεται και προφανέστερα απέχει πάρα πολύ από την
πραγματικότητα.
Τελικά ας δούμε και το ισχυρότερο
επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής, όπως τουλάχιστον διατυπώνεται από
τους υποστηρικτές της: η θανατική ποινή καταπολεμά την εγκληματικότητα.
Ξεχνούν βέβαια πως αυτό δεν έχει αποδειχτεί σε καμία απολύτως αξιόπιστη μελέτη.
Αντίθετα, οι κυβερνήσεις που κατ' εξοχήν χάνουν τη μάχη με την εγκληματικότητα
καταφεύγουν στην εύκολη λύση της θανατικής ποινής (π.χ. Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία). Ο
ΟΗΕ διαπίστωσε επισήμως το 1988 την αποτυχία όσων μελετών προσπάθησαν να
αποδείξουν πως οι εκτελέσεις είναι πιο αποτρεπτικές από τα ισόβια δεσμά. Σε
καμία χώρα δεν πιστοποιήθηκε σχέση ανάμεσα στη θανατική ποινή και στη μείωση
της εγκληματικότητας.
Θα μπορούσαμε πολλά να πούμε για τη ρατσιστική
χρήση της ποινής αυτής εις βάρος μειονοτήτων και ασθενέστερων τάξεων, για τις
εκτελέσεις ανήλικων παραβατών, για το μαρτύριο ανθρώπων επί ώρες στην ηλεκτρική
καρέκλα. Κυρίως όμως δηλώνουμε ότι επιθυμούμε ένα κράτος που δεν θα
παραβιάζει την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και μια σειρά
άλλους διεθνείς κανόνες. Αισθανόμαστε περισσότερο άνθρωποι όσο απομακρύνεται το
1972, όταν ήχησε τελευταία φορά το εκτελεστικό απόσπασμα στην Ελλάδα.
Για όλους αυτούς τους λόγους η
Διεθνής Αμνηστία ζήτησε επισήμως από την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος
να προβλέψει τη συνταγματική κατάργηση της ποινής του θανάτου.
Απαντώντας και πάλι στο ερώτημα με
το οποίο ξεκίνησε αυτό το κείμενο: δεν μπορεί μια κοινωνία να σκοτώνει
ανθρώπους για να τους δείξει ότι είναι κακό να σκοτώνουν.
ΠΗΓΗ : εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 7-12-1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου